-
1 δυσοργησία
δῠσοργ-ησία, ἡ, =Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσοργησία
-
2 δυσόργητος
δῠσόργ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσόργητος
-
3 δυσοργία
δῠσοργ-ία, ἡ,A = δυσοργησία, v.l. in Hp.VM 10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσοργία
-
4 δύσοργος
δῠσοργ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσοργος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский