-
1 δυσειματέω
A to wear mean clothes, Plu.2.299e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσειματέω
-
2 δυσείματος
δῠσείμ-ᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσείματος
-
3 δυσειμονία
δῠσειμ-ονία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσειμονία
-
4 δυσείμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσείμων
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский