Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δῑθῠραμβος

См. также в других словарях:

  • διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …   Dictionary of Greek

  • διθύραμβος — δῑθύραμβος , διθύραμβος dithyramb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύραμβος — ο 1. ποίημα με ενθουσιώδη χαρακτήρα προς τιμή του Διονύσου. 2. υπερβολικό εγκώμιο: Γράφτηκαν διθύραμβοι για την προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Дифирамб — (διθύραμβος) особый вид древнегреческой лирики, развивавшийся в связи с вакхическим культом Диониса, или Вакха, названный одним из эпитетов этого божества и отражавший на себе черты бога вина, необузданного веселья и душевных страданий. Местами… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • DITHYRAMBUS — Bacchi apud Graecos cognomen, quod ei datum volunt, vel quod in antro διθύρῳ seu bifori nutritus fuerit, vel quod bis natus binas fores transierit, alvum matris videlicet, et femur Iovis, ut in fabulis est; cui originationi tamen quantitas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… …   Dictionary of Greek

  • Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • διθυράμβω — δῑθυράμβω , διθύραμβος dithyramb masc nom/voc/acc dual δῑθυράμβω , διθύραμβος dithyramb masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθύραμβ' — δῑθύραμβα , διθύραμβος dithyramb masc acc sg δῑθύραμβε , διθύραμβος dithyramb masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dithyramb — Attic relief (4th century BCE) depicting an aulos player and his family standing before Dionysos and a female consort, with theatrical masks displayed above. The dithyramb (διθύραμβος – dithurambos) was an ancient Greek hymn sung and danced in… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»