-
1 επιτιμήτωρ
-
2 ἐπιτιμήτωρ
-
3 αὐτομήτωρ
A very mother herself, or her mother's very child, dub. in Semon.7.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτομήτωρ
-
4 διμήτωρ
A twice-born, of Bacchus, Alex.283, Orph.H.52.9, D.S.3.62:—also [suff] δῐ-μήτριος, Et.Gud., Hdn.Epim. 265.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διμήτωρ
-
5 θεομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεομήτωρ
-
6 κακομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακομήτωρ
-
7 κοινομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινομήτωρ
-
8 λιπομήτωρ
A having left one's mother, AP9.240 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπομήτωρ
-
9 μητρομήτωρ
A mother's mother, grandmother, Pi.O.6.84, Ael.NA11.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρομήτωρ
-
10 μονομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονομήτωρ
-
11 μουνογενής
μουνο-γενής, [suff] μουνό-γονος, [suff] μουνό-λιθος, [suff] μουνο-μήτωρ, [suff] μουνο-τόκος, [full] μουνόω, etc., v. μονο-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουνογενής
-
12 μουσομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσομήτωρ
-
13 οἰνομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνομήτωρ
-
14 παμμήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμμήτωρ
-
15 πατρομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρομήτωρ
-
16 πολυμήτωρ
A mother of many, Opp.H.1.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμήτωρ
-
17 σιδηρομήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρομήτωρ
-
18 σταχυμήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταχυμήτωρ
-
19 φιλομήτωρ
A loving one's mother, Ph.1.362, Plu.Sol.27, Lib.Or.1.58, etc.; name of a comedy by Antiph.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλομήτωρ
-
20 ἑπταμήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταμήτωρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
ηγεμονομήτωρ — η μητέρα ηγεμόνα ή βασιλιά, η βασιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, όνος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. βασιλο μήτωρ, Θεο μήτωρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
θεομήτωρ — η (AM θεομήτωρ) (για την Παναγία) η μητέρα τού θεού, η θεοτόκος αρχ. η μητέρα τών θεών, η Ρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. α μήτωρ, παμ μήτωρ] … Dictionary of Greek
ισομήτωρ — ἰσομήτωρ, δωρ. τ. ίσομάτωρ, ὁ (Α) ίσος με τη μητέρα, αυτός που επέχει θέση μητέρας («ἰσομάτωρ ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. σιδηρο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
κακομήτωρ — κακομήτωρ, ἡ (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἀμήτωρ) κακή μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
κοινομήτωρ — κοινομήτωρ, ορος, ό, ἡ (Μ) αυτός που έχει την ίδια μητέρα με άλλον, ομομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
κυριομήτωρ — κυριομήτωρ, ορος, ἡ (Μ) η μητέρα τού Κυρίου, η Θεοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ, πατρο μήτωρ] … Dictionary of Greek
πολυμήτωρ — όρος, ἡ, Α η μητέρα πολλών («γαίης πολυμήτορος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
ετερομήτωρ — ἑτερομήτωρ, ὁ, ἡ (Α) ο ετερομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ μήτωρ] … Dictionary of Greek
λιπομήτωρ — λιπομήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχασε τη μητέρα του, ορφανός από μάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ, τρός), πρβλ. θεο μήτωρ) … Dictionary of Greek
μονομήτωρ — μονομήτωρ, όρος, ιων. τ. μουνομήτωρ, δωρ. τ. μονομάτωρ, ο (Α) ορφανός από μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ] … Dictionary of Greek