См. также в других словарях:
θεομήτωρ — η (AM θεομήτωρ) (για την Παναγία) η μητέρα τού θεού, η θεοτόκος αρχ. η μητέρα τών θεών, η Ρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. α μήτωρ, παμ μήτωρ] … Dictionary of Greek
ετερομήτωρ — ἑτερομήτωρ, ὁ, ἡ (Α) ο ετερομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ μήτωρ] … Dictionary of Greek
ομομήτωρ — ὁμομήτωρ, ορoς, ὁ, ἡ (Α) o ομομήτριος, ο γεννημένος από την ίδια μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ μήτωρ] … Dictionary of Greek