-
1 προς-κάρδιος
προς-κάρδιος, dor. ποτικάρδιος, am Herzen, ἕλκος Bion. 1, 16, u. a. Sp.
-
2 παχυ-κάρδιος
παχυ-κάρδιος, dickherzig, Sp.
-
3 περι-κάρδιος
περι-κάρδιος, um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.
-
4 πονηρο-κάρδιος
πονηρο-κάρδιος, böses Herzens, Sp.
-
5 στρεβλο-κάρδιος
στρεβλο-κάρδιος, verdrehtes, verkehrtes Herzens, LXX.
-
6 στερεο-κάρδιος
στερεο-κάρδιος, hartherzig, Sp.
-
7 σκληρο-κάρδιος
σκληρο-κάρδιος, hartherzig, hartes Sinnes, K. S.
-
8 ταραξι-κάρδιος
ταραξι-κάρδιος, das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.
-
9 ταλα-κάρδιος
ταλα-κάρδιος, mit duldendem, standhaftem Herzen; so heißt Herakles Hes. Sc. 424, Oedipus Soph. O. C. 545; sp. D., wie Ep. ad. 156 ( App. 205).
-
10 τλησι-κάρδιος
τλησι-κάρδιος, = ταλακάρδιος; Aesch. Prom. 159; πένϑεια, Ag. 430.
-
11 χαλκεο-κάρδιος
χαλκεο-κάρδιος, mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.
-
12 νωθρο-κάρδιος
νωθρο-κάρδιος, träges Herzens, Sp.; Hesych. erklärt βραδὺς κατὰ λογισμόν.
-
13 καρτερο-κάρδιος
καρτερο-κάρδιος, starkes Herzens, Sp.
-
14 κατα-κάρδιος
κατα-κάρδιος, gegen das Herz, in's Herz; πληγή Hdn. 7, 11, 6; βάλλειν κατακάρδια Sp.
-
15 κλονο-κάρδιος
κλονο-κάρδιος, herzerschütternd, Conj. in Orph. H. 18, 8 für χρονοκάρδιος.
-
16 εὖ-κάρδιος
εὖ-κάρδιος, gutes Herzens, muthig, standhaft, Soph. Phil. 531, Schol. καρτερικός; neben ϑρασύς Ai. 357; Eur. Hec. 579; ἵππος Xen. Equ. 6, 14; Sp. – Bei Hippocr. = magenstärkend. – Adv. εὐκαρδίως, Eur. Hec. 549; τὴν συμφορὰν φέρειν D. Hal. 5, 8.
-
17 βαρυ-κάρδιος
βαρυ-κάρδιος, schweren, verstockten Herzens, LXX.; Nonn.
-
18 μικρο-κάρδιος
μικρο-κάρδιος, mit kleinem Herzen, = μικρόϑυμος, Sp.
-
19 μελανο-κάρδιος
μελανο-κάρδιος, schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.
-
20 δι-κάρδιος
δι-κάρδιος, mit zwei Herzen, Arist. H. A. 11, 40.
См. также в других словарях:
θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
θερμοκάρδιος — α, ο αυτός που έχει ζεστή καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κάρδιος < καρδία (πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
θηλυκάρδιος — θηλυκάρδιος, ὁ (Α) ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
θλιβεροκάρδιος — θλιβεροκάρδιος, ον (Μ) αυτός που θλίβει την καρδιά, που προξενεί μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλιβερός + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανο κάρδιος, σπαραξι κάρδιος)] … Dictionary of Greek
θρασυκάρδιος — θρασυκάρδιος, ον (ΑΜ) μσν. αυθάδης αρχ. τολμηρός, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
θρεοκάρδιος — θρεοκάρδιος, ον (Α) θλιμμένος, με καρδιά λυπημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεο (< θρέομαι) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
ισχυροκάρδιος — ἰσχυροκάρδιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
καρτεροκάρδιος — καρτεροκάρδιος, ον (Μ) 1. καρτερικός 2. αμετάπειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μελανο κάρδιος, σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek
κλονοκάρδιος — κλονοκάρδιος, ον (Α) (για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, χαλκεο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λεοντοκάρδιος — λεοντοκάρδιος, ον (Μ) λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, κλονο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λιθοκάρδιος — λιθοκάρδιος, ον (AM) σκληρόκαρδος μσν. μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek