-
1 τλησικάρδιος
τλησῑκάρδιος, τλησικάρδιοςhard-hearted: masc /fem nom sg -
2 βαθυκάρδιος
βᾰθῠ-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυκάρδιος
-
3 βαρυκάρδιος
βᾰρῠ-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυκάρδιος
-
4 δικάρδιος
δῐ-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικάρδιος
-
5 θρασυκάρδιος
θρασυ-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασυκάρδιος
-
6 κλονοκάρδιος
κλονο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλονοκάρδιος
-
7 λιθοκάρδιος
λῐθο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοκάρδιος
-
8 μελανοκάρδιος
μελᾰνο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοκάρδιος
-
9 νωθροκάρδιος
νωθρο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωθροκάρδιος
-
10 παχυκάρδιος
πᾰχυ-κάρδιος, ον,A = βαρυκάρδιος, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παχυκάρδιος
-
11 πονηροκάρδιος
πονηρο-κάρδιος, ον,A bad-hearted, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πονηροκάρδιος
-
12 σκληροκάρδιος
σκληρο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληροκάρδιος
-
13 στερεοκάρδιος
στερεο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεοκάρδιος
-
14 στρεβλοκάρδιος
στρεβλο-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρεβλοκάρδιος
-
15 ταραξικάρδιος
τᾰραξῐ-κάρδῐος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταραξικάρδιος
-
16 ταχυκάρδιος
τᾰχῠ-κάρδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυκάρδιος
-
17 τλησικάρδιος
τλησῐ-κάρδιος, ον,II enduring, <ἀ>πένθεια (v. Addenda) τ. Id.Ag. 430 (lyr.; τηξικάρδιος Auratus from Sch., τὴν καρδίαν τήκουσα). Cf. ταλακάρδιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τλησικάρδιος
-
18 χαλκεοκάρδιος
χαλκεο-κάρδιος, ον,A with heart of brass, Theoc.13.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεοκάρδιος
-
19 ἁψικάρδιος
A heart-touching, M.Ant.9.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁψικάρδιος
-
20 ἐρυθροκάρδιος
ἐρυθρο-κάρδιος, ον,A with red pith, Thphr.HP3.12.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυθροκάρδιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
θερμοκάρδιος — α, ο αυτός που έχει ζεστή καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κάρδιος < καρδία (πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
θηλυκάρδιος — θηλυκάρδιος, ὁ (Α) ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
θλιβεροκάρδιος — θλιβεροκάρδιος, ον (Μ) αυτός που θλίβει την καρδιά, που προξενεί μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλιβερός + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανο κάρδιος, σπαραξι κάρδιος)] … Dictionary of Greek
θρασυκάρδιος — θρασυκάρδιος, ον (ΑΜ) μσν. αυθάδης αρχ. τολμηρός, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
θρεοκάρδιος — θρεοκάρδιος, ον (Α) θλιμμένος, με καρδιά λυπημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεο (< θρέομαι) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
ισχυροκάρδιος — ἰσχυροκάρδιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
καρτεροκάρδιος — καρτεροκάρδιος, ον (Μ) 1. καρτερικός 2. αμετάπειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μελανο κάρδιος, σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek
κλονοκάρδιος — κλονοκάρδιος, ον (Α) (για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, χαλκεο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λεοντοκάρδιος — λεοντοκάρδιος, ον (Μ) λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, κλονο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λιθοκάρδιος — λιθοκάρδιος, ον (AM) σκληρόκαρδος μσν. μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek