-
101 ὑποκάρδιος
ὑπο-κάρδιος, unter dem Herzen, am, im Herzen -
102 ὑψηλοκάρδιος
-
103 χαλκεοκάρδιος
χαλκεο-κάρδιος, mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der etwas aushalten, ertragen kann -
104 καρδια
Grammatical information: f.Meaning: `heart', metaph.. `soul, spirit' (Il.), also `cardiac orifice of the stomach' (Hp., Th.), `heart of wood' (Thphr., pap.; Strömberg Theophrastea 125ff.).Compounds: As 1. member e. g. καρδι-αλγέω `suffer from heartburn' with - ής, - ία, - ικός (Hp.); very often as 2. member, e. g. θρασυ-κάρδιος `with daring spirit' (Il.).Derivatives: κάρδιον n. `heart-formed ornament' (Delos IIIa), καρδικός `belonging to the heart' (pap.), καρδιᾶτις f. Pythagoraean name of the number of five ( Theol. Ar.); καρδιώσσω, Att. - ώττω = καρδιαλγέω (Epich., Hp., Ar., Arist.) with καρδιωγμός (Hp.), also καρδιάω ( καρδιόωντα Nic. Al. 581); καρδιόω `hearten' (LXX). - Beside it κῆρ (ep.), κέαρ (Pi., B., trag.) n., dat. κῆρι, adv. κηρόθι `in the heart' with κηραίνω `be afraid' (E., Max., Ph.).Origin: IE [Indo-European] [579] *kērd, *ḱr̥doś `heart'Etymology: With καρδία cf. other body-parts in - ία as κοιλία, ἀρτηρία, λαυκανίη. The starting point is a monosyll. neuter κῆρ \< *κῆρδ (IE. *ḱērd) with ablaut ; cf. Lat. cord-is (IE. *ḱr̥d-és; would be Gr. *καρδ-ός, *κραδ-ός). We often find an i-stem, which developed e.g.: Lith. šird-ìs, Arm. instr. srt-iw (nom. sirt \< IE. * kērd(-i); cf. below), Hitt. gen. kard-iaš (nom. ke-ir [= kēr]); the -i originated in the nom. acc.: Skt. hā́rdi (gen. hr̥d-ás as Lat. cord-is); cf. Arm. sirt above. - The disyll. κέαρ was created by poets as false archaism to κῆρι after ἔαρ (ἦρ): ἦρι `spring'. On the accent of κῆρ Schwyzer 377; also Berger Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 3. - Also elsewhere the word was enlarged, e. g. OIr. cride (ḱr̥d-i̯o-), Slav., e. g. OCS srъdь-ce (beside srěda `middle' \< PSlav. * serd-a), Germ., e. g. Goth. hairt-o, gen. hairt-ins (n-stem as augo `eye', auso `ear'), Skt. hŕ̥d-aya-m = Av. zǝrǝd-aē-m. The OInd. (Indoiran.?) word shows a secondary h- (for ś- \< IE. ḱ-), from cross with a related notion (s. on χορδή). - More details in Pok. 579, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. cor, Vasmer Russ. et. Wb. s. sérdce. On Greek further Schwyzer, 279, 342, 377, 518; also Scheller Oxytonierung 61, Bolelli (s. on ἦτορ). Cf. also on κραδαίνω.Page in Frisk: 1,787-788Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρδια
См. также в других словарях:
θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
θερμοκάρδιος — α, ο αυτός που έχει ζεστή καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κάρδιος < καρδία (πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
θηλυκάρδιος — θηλυκάρδιος, ὁ (Α) ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
θλιβεροκάρδιος — θλιβεροκάρδιος, ον (Μ) αυτός που θλίβει την καρδιά, που προξενεί μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλιβερός + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανο κάρδιος, σπαραξι κάρδιος)] … Dictionary of Greek
θρασυκάρδιος — θρασυκάρδιος, ον (ΑΜ) μσν. αυθάδης αρχ. τολμηρός, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
θρεοκάρδιος — θρεοκάρδιος, ον (Α) θλιμμένος, με καρδιά λυπημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεο (< θρέομαι) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] … Dictionary of Greek
ισχυροκάρδιος — ἰσχυροκάρδιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek
καρτεροκάρδιος — καρτεροκάρδιος, ον (Μ) 1. καρτερικός 2. αμετάπειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μελανο κάρδιος, σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek
κλονοκάρδιος — κλονοκάρδιος, ον (Α) (για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, χαλκεο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λεοντοκάρδιος — λεοντοκάρδιος, ον (Μ) λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, κλονο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λιθοκάρδιος — λιθοκάρδιος, ον (AM) σκληρόκαρδος μσν. μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek