-
1 δανειστης
-
2 δανειστής
-
3 δανειστής
δανειστήςmoney-lender: masc nom sg -
4 δανειστής
δανειστής, ὁ, der Geld auf Zinsen ausleiht, Gläubiger -
5 δανειστής
{сущ., 1}заимодавец, ростовщик, т.е. отдающий деньги в рост, дающий взаймы под проценты (Лк. 7:41).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δανειστής
-
6 δανειστής
{сущ., 1}заимодавец, ростовщик, т.е. отдающий деньги в рост, дающий взаймы под проценты (Лк. 7:41).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δανειστής
-
7 δανειστής
ο, δανείστρια η заимодавец, -ица, кредитор -
8 δανειστής
-οῦ + ὁ N 1 0-1-0-2-1=4 2 Kgs 4,1; Ps 108(109),11; Prv 29,13; Sir 29,28moneylender, creditorCf. WALTERS 1973, 29 -
9 δανειστής
A money-lender or creditor, IPE12.32B 84 ([place name] Olbia), LXX 4 Ki.4.1, Ev.Luc.7.41, Ph.2.284,al., Hierocl.p.57 A., POxy.68.25 (ii A.D.).II borrower, IG12(7).67.41,68.4 (Amorg.), Plu.Sol.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανειστής
-
10 δανειστής
créditeur -
11 μῑσο-δανειστής
μῑσο-δανειστής, die Wucherer hassend, E. M. 435, 28.
-
12 ἐκ-δανειστής
ἐκ-δανειστής, ὁ, der Geld ausleiht, Inscr.
-
13 ἡμερο-δανειστής
ἡμερο-δανειστής, ὁ, der auf einzelne Tage Geld leiht u. Zinsen nimmt, D. L,. 6, 99.
-
14 δανεισταί
δανειστήςmoney-lender: masc nom /voc pl -
15 δανειστήν
δανειστήςmoney-lender: masc acc sg (attic epic ionic) -
16 δανειστά
δανειστά̱, δανειστήςmoney-lender: masc nom /voc /acc dualδανειστήςmoney-lender: masc voc sgδανειστήςmoney-lender: masc nom sg (epic) -
17 δανειστικος
-
18 δανειστάς
δανειστά̱ς, δανειστήςmoney-lender: masc acc plδανειστά̱ς, δανειστήςmoney-lender: masc nom sg (epic doric aeolic) -
19 αφανιστης
-
20 ημεροδανειστης
- οῦ ὅ заимодавец, взимающий проценты за каждый день в отдельности Diog.L.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δανειστής — money lender masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστής — ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) [δανείζω] αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο αρχ. εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα … Dictionary of Greek
δανειστής — ο θηλ. ρια αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο ή ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους ενός δανείου: Ο δανειστής μου είναι η Εθνική τράπεζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανεισταῖς — δανειστής money lender masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισταί — δανειστής money lender masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστοῦ — δανειστής money lender masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστῇ — δανειστής money lender masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστήν — δανειστής money lender masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστῶν — δανειστής money lender masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… … Dictionary of Greek