-
1 δανειστικος
-
2 δανειστικός
δανειστικός, zum Leihen geneigt, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ δ. Plut. Ages. 13; Wucherer, Luc. Conv. 5.
-
3 δανειστικός
δανειστικόςconcerning loans: masc nom sg -
4 δανειστικός
δανειστικός, zum Leihen geneigt; Wucherer -
5 δανειστικός
-
6 δανειστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανειστικός
-
7 δανειστικόν
δανειστικόςconcerning loans: masc acc sgδανειστικόςconcerning loans: neut nom /voc /acc sg -
8 δανειστικοί
δανειστικόςconcerning loans: masc nom /voc pl -
9 δανειστικούς
δανειστικόςconcerning loans: masc acc pl -
10 δανειστικών
δανειστικόςconcerning loans: fem gen plδανειστικόςconcerning loans: masc /neut gen pl -
11 δανειστικῶν
δανειστικόςconcerning loans: fem gen plδανειστικόςconcerning loans: masc /neut gen pl -
12 δανείσιμος
ος, ον см. δανειστικός 1 -
13 δανειστικής
-
14 δανειστικῆς
-
15 δανειστικοίς
-
16 δανειστικοῖς
-
17 δανειστικού
-
18 δανειστικοῦ
-
19 δάνος
Grammatical information: n.Derivatives: δάνειον n. `loan' (D.) with δανειακός (Cod. Just.), denomin. δανείζω, - ομαι `loan, give credit' (Att., s. Schwyzer 735 A. 6; hell. also δανίζω), from which δάνεισμα `loan' (Th.), δανεισμός `loan, credit' (Att., Arist.) and δανειστής `usurer, believer' (LXX,) with δανειστικός (Thphr.). - Unclear δάνας μερίδας. Καρύστιοι H.; s. Schwyzer 488.Etymology: The suffix as in ἄφενος, κτῆνος etc. Brugmann Grundr. 22: 1, 256: to δατέομαι (s. d.), i.e. * dh₂-nos, cf. Skt. diná- `divided'? (* dh₃-nos from δίδωμι would give *δονος). The word could be foreign.Page in Frisk: 1,347Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάνος
См. также в других словарях:
δανειστικός — concerning loans masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικός — ή, ό (Α δανειστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται σε δάνειο ή σε δανειστή 2. όποιος δίνει δάνεια ή είναι πρόθυμος να δανείζει νεοελλ. αυτός που δίνει για χρησιμοποίηση αντικείμενα με συγκεκριμένη διαδικασία και με την υποχρέωση τής επιστροφής… … Dictionary of Greek
δανειστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δάνειο ή το δανειστή: Οι περισσότερες δημόσιες βιβλιοθήκες είναι δανειστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανειστικῶν — δανειστικός concerning loans fem gen pl δανειστικός concerning loans masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικόν — δανειστικός concerning loans masc acc sg δανειστικός concerning loans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικοῖς — δανειστικός concerning loans masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικοί — δανειστικός concerning loans masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικοῦ — δανειστικός concerning loans masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικούς — δανειστικός concerning loans masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστικῆς — δανειστικός concerning loans fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek