-
1 δυσποτμος
-
2 δυσκομιστος
2трудно переносимый, невыносимый(πότμος Soph.)
δυσκόμιστόν τινα εἰσκομίζειν γῇ Eur. — выполнять тяжелый долг предания кого-л. земле
См. также в других словарях:
νήποτμος — νήποτμος, ον (Α) άτυχος, κακότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νή * + πότμος «πεπρωμένο» (πρβλ. ά ποτμος, δυσ πότμος)] … Dictionary of Greek