Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσκόμιστος

См. также в других словарях:

  • δυσκόμιστος — hard to bear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόμιστος — η, ο (Α δυσκόμιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο φορτίο») αρχ. αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει κανείς …   Dictionary of Greek

  • δυσκόμιστον — δυσκόμιστος hard to bear masc/fem acc sg δυσκόμιστος hard to bear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόμιστα — δυσκόμιστος hard to bear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκόμιστ' — δυσκόμιστα , δυσκόμιστος hard to bear neut nom/voc/acc pl δυσκόμιστε , δυσκόμιστος hard to bear masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»