-
1 δυσκομιστος
2трудно переносимый, невыносимый(πότμος Soph.)
δυσκόμιστόν τινα εἰσκομίζειν γῇ Eur. — выполнять тяжелый долг предания кого-л. земле
См. также в других словарях:
δυσκόμιστος — hard to bear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκόμιστος — η, ο (Α δυσκόμιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο φορτίο») αρχ. αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει κανείς … Dictionary of Greek
δυσκόμιστον — δυσκόμιστος hard to bear masc/fem acc sg δυσκόμιστος hard to bear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκόμιστα — δυσκόμιστος hard to bear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκόμιστ' — δυσκόμιστα , δυσκόμιστος hard to bear neut nom/voc/acc pl δυσκόμιστε , δυσκόμιστος hard to bear masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)