Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δύσ-πεπτος

См. также в других словарях:

  • εσχαρόπεπτος — ἐσχαρόπεπτος, ον (Α) αυτός που είναι ψημένος στη σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσχάρα + πεπτος (< πέσσω «χωνεύω ψήνω») πρβλ. ά πεπτος, δύσ πεπτος] …   Dictionary of Greek

  • εύπεπτος — η, ο (Α εὔπεπτος, ον) (για τροφές) χωνευτικός, ευκολοχώνευτος αρχ. 1. αυτός που έχει καλή χώνευση, που χωνεύει εύκολα 2. (για χυμούς) αυτός που στίβεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεπτος (< πέσσω «ωριμάζω, χωνεύω»), πρβλ. δύσ πεπτος] …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»