Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δύσκριτος

См. также в других словарях:

  • δύσκριτος — δύσκριτος, ον (Α) 1. δυσδιάκριτος 2. δυσερμήνευτος 3. αυτός για τον οποίο δύσκολα αποφασίζει ή κρίνει κανείς 4. (για αρρώστια) α) αυτός που δύσκολα καθορίζεται, αμφίβολος β) αυτός που έχει επικίνδυνη κρίση, τής οποίας η έκβαση είναι δυσδιάγνωστη …   Dictionary of Greek

  • δύσκριτος — hard to discern masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκριτώτατα — δύσκριτος hard to discern adverbial superl δύσκριτος hard to discern neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκρίτως — δύσκριτος hard to discern adverbial δύσκριτος hard to discern masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκριτον — δύσκριτος hard to discern masc/fem acc sg δύσκριτος hard to discern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκριτώτερα — δύσκριτος hard to discern neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκριτώτεραι — δύσκριτος hard to discern fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκρίτου — δύσκριτος hard to discern masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκρίτους — δύσκριτος hard to discern masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκρίτων — δύσκριτος hard to discern masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσκριτα — δύσκριτος hard to discern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»