Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δύσ-κρῐτος

См. также в других словарях:

  • πολύκριτος — Επικός συγγραφέας από τη Σικελία, που έγραψε ένα μεγάλο ιστορικό έργο για τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, με τον τίτλο Τα περί Διονύσιον ή Σικελικά. Από το έργο αυτό σώζονται μερικά αποσπάσματα. * * * ον, Α αυτός που διακρίνεται σαφώς, ο… …   Dictionary of Greek

  • ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»