-
1 δύσκριτος
δύσ-κρῐτος, ον,A hard to discern or interpret,ἄστρων δύσεις A.Pr. 458
; κληδόνες ib. 486; (lyr.), cf. S.Tr. 949 (lyr.); δ. νοῦσοι hard to determine, doubtful, Hp.Aph.3.8; but δύσκριτα ἐγένετο there was an obscure crisis, Id.Epid.3.12; δ. ἐστι πότερον.. ἢ .. difficult of solution, Id.Aph.1.12, Pl.R. 433c. Adv. - τως doubtfully, darkly, A.Pr. 662; δ. ἔχειν to be in doubt, Ar.Ra. 1433.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκριτος
-
2 δυσκριτος
2трудно различимый, трудно определимый, запутанный(ἄστρων δύσεις Aesch.; ὀνείρατα Aesch. и ὄψις Plut.)
δύσκριτον ἔμοιγε, πότερον … Soph. — недоумеваю, следует ли …
См. также в других словарях:
πολύκριτος — Επικός συγγραφέας από τη Σικελία, που έγραψε ένα μεγάλο ιστορικό έργο για τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, με τον τίτλο Τα περί Διονύσιον ή Σικελικά. Από το έργο αυτό σώζονται μερικά αποσπάσματα. * * * ον, Α αυτός που διακρίνεται σαφώς, ο… … Dictionary of Greek
ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] … Dictionary of Greek