Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χαν-δόν

См. также в других словарях:

  • ĝhan- —     ĝhan     English meaning: to yawn     Deutsche Übersetzung: “gähnen, klaffen”     Material: Gk. Hom. ἔχανον Aor. (lit. Imperf. to *χα νᾱ μι, *χά νω), κέχηνα perf. (Dor. κεχά̄ναντι) “ yawn, klaffen” (thereafter Lateeres present χαίνω), τὸ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • χανδόν — και βοιωτ. τ. χάδαν Α επίρρ. 1. με ανοιχτό στόμα, με άπληστη επιθυμία, λαίμαργα («χανδὸν ἀμέτρητον δέκεται ποτόν», Νίκ. Θηρ.) 2. μτφ. σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («χανδὸν ἐμπιπλάμενος τοῦ ὕπνου», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χᾰν τού ρ. χαίνω (βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»