-
1 κροσσός
-οῦ ὁ N 2 3-0-0-0-0=3 Ex 28,22.29a; 36,22(39,15)tassel, fringe; neol.Cf. LE BOULLUEC 1989, 287-288; WALTERS 1973, 82 -
2 δίκροσσος
δί-κροσσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκροσσος
-
3 πολύκροσσος
πολύ-κροσσος, ον,A with many battlements, Tz.H.10.228.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκροσσος
-
4 πρόκροσσος
πρό-κροσσος ( κρόσσαι): in rows, in tiers, pl., Il. 14.35†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρόκροσσος
-
5 κρόσσαι
Grammatical information: f. pl.Meaning: `stepped copings of parapets' (M 258, 444), `courses, steps of the pyramids' (Hdt. 2, 125); πρό-κροσσοι `ranged in rows, ranks' (Ξ 35, Hdt.).Compounds: κροσσοί m. pl. `tassels, fringe' (Gal., Poll., H.); δί-κροσσος `double bordered' (Poll., EM) mit δικρόσσια n. pl. (Peripl. M. Rubr.).Derivatives: Diminut. κροσσίον (Hdn.); also as plant-name (Ps.-Dsc.); also κροσσωτός `with fringes' (LXX, Lyc., Plu.), `with steps' (Lyc. 291?; v. l. κορσ-).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Technical expression of unknown origin. Since Bezzenberger BB 12, 239 and Trautmann Balt.-slav. Wb. 139 κρόσσαι from *κροκ-ι̯αι is connected with some Balto-Slavic words for `bar, rod, rafters', e.g. Lith. krãkė `rod, staff' (formally = κρόσσα), krẽklas `rafters', Russ. krókva `bar, club, rafters' (old u-stem); MHG ragen `rise up, stand out' (Zupitza Die germ. Gutt. 122) can be explained in diff. ways. More forms in Pok. 619, Fraenkel Wb. and Vasmer Wb. s. vv. - Compared with the rare and late κροσσοί κροσσωτός, which seems derived from it, is attested much earlier and better. It is therefore suggested that κροσσωτός (and δίκροσσοι with δικρόσσια?) were formed to κρόσσαι (after θυσανωτός; cf. also κνισωτός: κνίση etc.) with transfer from architecture to tailor-work; from there again as backformation the formally difficult κροσσοί. Or comes the expression originally from weaving, to κρόξ, κρόκ-η `woof-thread' (s. κρέκω)? - Fur. 257 connects κόρση (?).Page in Frisk: 2,25Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρόσσαι
См. также в других словарях:
κροσσός — ο (Α κροσσός) κρόσσι νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. οι κροσσοί μικροσκοπικά διεγέρσιμα και συσταλτά νημάτια που φέρουν κύτταρα τού επιθηλίου τών αναπνευστικών οδών και άλλων ιστών τού σώματος τών σπονδυλοζώων στην επιφάνειά τους η οποία βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
πολύκροσσος — ον, Μ αυτός που έχει πολλά κρόσσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κροσσος (< κροσσοί «κρόσσια»), πρβλ. δί κροσσος] … Dictionary of Greek
Sarcopterygii — Temporal range: Late Silurian–Recent, 418–0 Ma … Wikipedia
тресна — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κόσυμβος, κρόσσος, στρεπτόν) тесьма золотая или… … Словарь церковнославянского языка
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
κρόσσι — το (Α κροσσίον, Μ κρόσσι) θυσανωτή δέσμη νημάτων που εξέχει στις άκρες ορισμένων υφασμάτων («τα κρόσσια τού χαλιού») νεοελλ. το λειρί τού κόκορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροσσίον < κροσσός + υποκορ. κατάλ. ίον. Ο τ. κρόσσι με αποκοπή τού ον και… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
πρόκροσσος — ον, Α συν. στον πληθ. πρόκροσσοι, αι, α, και πρόκροσσοι, α 1. (ιδίως για πλοία) αυτοί που είναι παρατεταγμένοι κατά κανονικά διαστήματα, σε σειρές (α. «πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπί ὀκτώ» παρατεταγμένα [τα πλοία] με τις πρώρες προς το πέλαγος σε βάθος … Dictionary of Greek
σίλυβο — το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο αρχ. στον πληθ. τὰ σίλλυβα (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά … Dictionary of Greek
υπόκροσσος — ον, Α πρόκροσσος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κροσσαί «οι επάλξεις τών τειχών, βαθμίδες, σκαλοπάτια» (πρβλ. πρό κροσσος)] … Dictionary of Greek