-
1 πολύκροσσος
πολύ-κροσσος, ον,A with many battlements, Tz.H.10.228.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκροσσος
См. также в других словарях:
πολύκροσσος — ον, Μ αυτός που έχει πολλά κρόσσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κροσσος (< κροσσοί «κρόσσια»), πρβλ. δί κροσσος] … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek