-
1 δικασα
-
2 δικασσα
-
3 δικασσα...
См. также в других словарях:
δικάζω — δίκασα, δικάστηκα, δικασμένος 1. κρίνω κάποιον ως δικαστής, βγάζω απόφαση κρίσης: Όλοι κάποια μέρα θα δικαστούμε για τα έργα της ζωής μας. 2. καταδικάζω κάποιον: Δικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικάσασα — δικάσᾱσα , δικάζω Bis Acc. aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσασι — δικάσᾱσι , δικάζω Bis Acc. aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσασιν — δικάσᾱσιν , δικάζω Bis Acc. aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζω — δικάζω, δίκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δικάσας — δικά̱σᾱς , δικάζω Bis Acc. fut part act fem acc pl (doric) δικά̱σᾱς , δικάζω Bis Acc. fut part act fem gen sg (doric) δικάσᾱς , δικάζω Bis Acc. aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)