Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δίκασα

См. также в других словарях:

  • δικάζω — δίκασα, δικάστηκα, δικασμένος 1. κρίνω κάποιον ως δικαστής, βγάζω απόφαση κρίσης: Όλοι κάποια μέρα θα δικαστούμε για τα έργα της ζωής μας. 2. καταδικάζω κάποιον: Δικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικάσασα — δικάσᾱσα , δικάζω Bis Acc. aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάσασι — δικάσᾱσι , δικάζω Bis Acc. aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάσασιν — δικάσᾱσιν , δικάζω Bis Acc. aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάζω — δικάζω, δίκασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δικάσας — δικά̱σᾱς , δικάζω Bis Acc. fut part act fem acc pl (doric) δικά̱σᾱς , δικάζω Bis Acc. fut part act fem gen sg (doric) δικάσᾱς , δικάζω Bis Acc. aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»