-
1 δήκτης
δήκτης, ὁ, beißend, verletzend; στόμα Ep. ad. 273 ( Plan. 266); λόγος Plut. ad. et am. discr. 16.
-
2 δηκτης
-
3 δήκτης
δήκτης, ὁ, beißend, verletzend -
4 δήκτης
A biter, E.Fr. 555: metaph. as Adj.,δ. λόγος Plu.2.55b
: with neut. Subst.,δήκτᾳ στόματι APl.4.266.7
. -
5 λαθρο-δήκτης
λαθρο-δήκτης, ὁ, dasselbe, vom Hunde, B. A. 50, Erkl. von λάϑαργος.
-
6 δήκτην
δήκτηςbiter: masc acc sg (attic epic ionic) -
7 δήκται
-
8 δῆκται
-
9 δήκτα
-
10 δήκτᾳ
-
11 δήκτη
-
12 δήκτῃ
-
13 θηριοδήκτης
A marsus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριοδήκτης
-
14 λαθροδάκνης
A biting secretly, λαθροδάκναι κόριες, of the Grammarians, ib.11.322 (Antiphan.):—also [suff] λαθρο-δήκτης, ου, ὁ, Phryn.PSp.87 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαθροδάκνης
-
15 λαθροδήκτης
λαθρο-δήκτης, ὁ, heimlich, tückisch beißend, vom Hunde -
16 δάκνω
Grammatical information: v.Meaning: `bite', also `sting' (of insects), `wound' (Il.)Other forms: Aor. δακεῖν (Il.), δῆξαι (Luc.); fut. δάξομαι (Hp.), δήξομαι (E.); perf. δέδηγμαι (Ar.), δεδαγμένος (Pi.), δέδηχα (Babr.), δέδακα (AP); aor. pass. δηχθῆναι (S.), δακῆναι (Aret.); vb. adj. ἄ-δηκτος (Hes., Hp.)Derivatives: δάκος n. `bite, stitch', often `biting animal' (Pi.) = δακετόν (Ar., cf. ἑρπετόν), δαγμός `bite, stitch' (Ruf.), δάγμα `id.' (Nic.), δάκια τὰ ἄγρια ὀρνιθάρια H.; - δάξ = ὀδάξ (Opp.) with δαξ-ασμός (Ti. Lokr.; after μαρασμός etc., s. Chantr. Form. 141f.). δῆγμα `bite, stitch' (A.), δηγμός `id.' (Hp.), δῆξις `id.' (Hp.); δήκτης `biter, biting' (E.) with δηκτήριος `id.' (E.) and δηκτικός (Arist.); δήξ, δηκός `worm in wood' (Tz.) after σφήξ. δακνώδης `biting, stinging' (Hp.), δακνηρός `id.' (Phld. cf. ὀδυνηρός), δακνίς ὀρνέου εἶδος H., δακνᾶς `biter' (Phryn.). - Express. δακνάζω (A.), δαγκάνω (Hdn.).Origin: IE [Indo-European] [201] *denḱ- `bite'Etymology: The aorist δακεῖν agrees with Skt. present dáśati `bites'; perf. dadáṃśa (= Gr. *δέδογκα) and nouns like dáṃśa- `bite' show a root denḱ-. So δηκ- in δήξομαι etc.is a secondary grade to δακεῖν after λήψομαι: λαβεῖν. - Germanic has nouns, like OHG zangar `biting, sharp', ONo. tǫng `tongs'; here also Alb. danë `tongs'?Page in Frisk: 1,343-344Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάκνω
См. также в других словарях:
δήκτης — ο (AM δήκτης) [δάκνω] αυτός που δαγκώνει, ο δηκτικός … Dictionary of Greek
δῆκται — δήκτης biter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήκτην — δήκτης biter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήκτῃ — δήκτης biter masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθροδήκτης — (Latrodectus). Γένος μικρών, δηλητηριωδών αραχνών της τάξης araneae, της οικογένειας therididae. Ξεχωρίζει από τα κόκκινα στίγματα που φέρει στη μαύρου χρώματος κοιλιά της. Ζει κατά μέσο όρο 1 έως 3 χρόνια και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αβγά το… … Dictionary of Greek
δηκτήριος — δηκτήριος, ον (Α) [δήκτης] αυτός που δαγκώνει, που προξενεί οδύνη ή πόνο («μηδὲ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι», Ευρ.) … Dictionary of Greek
δηκτικός — ή, ό (AM δηκτικός, ή, όν) [δήκτης] 1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης 2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός γένος… … Dictionary of Greek
κεντροδήκτης — κεντροδήκτης, ὁ (Μ) αυτός που κατά το δάγκωμα αφήνει το κεντρί στο δαγκωμένο μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «κεντρί» + δήκτης (< δάκνω «δαγκώνω»)] … Dictionary of Greek
κυνοδηκτικός — κυνοδηκτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος να θεραπεύσει δάγκωμα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτικός (< δήκτης < δάκνω)] … Dictionary of Greek
τριχοδήκτης — ο, Ν ζωολ. γένος μαλλοφάγων εντόμων, γνωστών ως ψείρες τών θηλαστικών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τριχοδηκτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichodectes < θρίξ, τριχός + δήκτης (< δάκνω «δαγκώνω»)] … Dictionary of Greek
φυλλοδήκτης — ο, Ν ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllodectes < φύλλο(ν) + δήκτης (< δάκνω)] … Dictionary of Greek