Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δέλετρον

См. также в других словарях:

  • δέλετρον — torch neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέτρου — δέλετρον torch neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλετρα — δέλετρον torch neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλετρο — το (Α δέλετρον) νεοελλ. στρ. φορητό φανάρι με καλυμμένες αδιαφανώς τις τρεις πλευρές του αρχ. 1. δόλωμα 2. φανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλετρον με τη σημ. «δόλωμα» < (θ.) δελεF τού δέλεαρ* + (επίθημα) τρον, που δηλώνει όργανο. Η σημ. «φανάρι» που… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»