-
1 δόγμα
δόγμα τοдогмат – богооткровенная истина, содержащая учение о Боге и Его домостроительстве, подтвержденная постановлениями Вселенских Соборов, относящаяся к области веры, незыблемый закон православной веры;Этим.< дргр. δοκούν < δοκώ < δέχομαι «поучать, учить, принимать во внимание», сравните с лат. doceo «поучать». Однако основное значение глагола δοκώ — было «думать, верить, полагать» -
2 δογμα
- ατος τό1) мнение, взгляд(περί τινος Plat., Arst.)
2) учение, положение, догма(ἄγραφα δόγματα Arst.; τὰ τῶν αἱρέσεων δόγματα Diog.L.; δόγματα μεμιγμένα μυθολογίᾳ Plut.)
3) постановление, решение(πόλεως Plat.; τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα Dem.)
δόγμα ποιήσασθαι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι Xen. — принять решение о том, чтобы вести непримиримую войну;δ. τῆς συγκλήτου Polyb. (в Риме;лат. senatus consultum) — сенатское постановление -
3 δόγμα
τό1) учение, теория; 2) основной принцип; правило; 3) догма; догмат; доктрина;στρατιωτικό δόγμα — военная доктрина
-
4 δόγμα
{сущ., 5}1. учение, положение, догма;2. постановление, решение, повеление, определение.Ссылки: Лк. 2:1; Деян. 16:4; 17:7; Еф. 2:15; Кол. 2:14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δόγμα
-
5 δόγμα
{сущ., 5}1. учение, положение, догма;2. постановление, решение, повеление, определение.Ссылки: Лк. 2:1; Деян. 16:4; 17:7; Еф. 2:15; Кол. 2:14.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δόγμα
-
6 δόγμα
1. учение, положение, догма; 2. постановление, решение, повеление, определение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δόγμα
-
7 δόγμα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δόγμα
-
8 δόγμα
[догма] ουσ ο теория, догма. -
9 ανελεγκτος
21) не подвергнутый допросу, не уличенный(αἰτιαθείς Thuc.)
2) неопровергнутый, незыблемый(γλῶττα Thuc., Plat.; φρήν Plat.)
εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Plat. — если ты не опровергнешь моих слов3) неопровержимый, непреложный(μαντεία Plat.)
4) неисследованный, непроверенный, неразобранный(δόγμα Plat.)
-
10 γνησιως
1) по рождению, от природы(ἐλεύθερος Eur.)
2) подлинно, действительно(τῆς ἀρετῆς ἐφικέσθαι Isocr.)
3) чистосердечно, добросовестно(συνεπικυροῦν τὸ δόγμα Polyb.)
4) благородно, с достоинством(τὸ ἀπὸ τῆς τύχης φέρειν Men.)
-
11 δελταριον
τό писчая дощечка(ἐν ᾧ τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα κατεγέγραπτο, v. l. κατατέτακτο Polyb.)
δελτάρια τῶν ἐρωτικῶν Plut. — любовные письма -
12 διαγραφω
1) чертить, вычерчивать(τὰ ἐν ταῖς ἀνατομαῖς διαγεγραμμένα Arst.; τῇ ῥάβδῳ τι Plut.)
2) изображать в виде чертежа, набрасывать(πόλιν Plat.; σχῆμα πόλεως Arst.)
3) описывать(λόγῳ Plat.)
4) вычеркивать из списка(τοὺς ἱππέας Arph.)
; перен. перечеркивать, отклонять, отбрасывать(τὰ τοιαῦτα πάντα Plat.)
5) отменять, аннулировать(διαγράψαι τὸ δόγμα Plut.)
6) тж. med. юр. прекращатьδιαγέγραπταί μοι δίκη Arph. — мое дело прекращено;
διεγράψαντό μου τὰς δίκας Lys. — они подали возражение против моего иска7) составлять перечень, перечислять(τὰς προτάσεις Arst.)
8) составлять, сочинять(συνθῆκαι διαγραφεῖσαι Polyb.)
9) воен. производить набор, набирать(στρατιώτας Polyb.)
10) расписывать, распределять, разверстывать(τὸ διαγραφὲν ἀργύριον Arst.)
; назначать, распределять(χώρας καὴ δωρεάς τισι Plut.; σατραπείας Diod.)
-
13 πανσοφος
-
14 συγκλητικος
I3сенатскийσυγκλητικὸν δόγμα Diod. (лат. senatus consultum) — сенатское постановление
IIὅ член сената, сенатор Plut., Luc. -
15 συγκλητος
I2созванный(γερόντων λέσχη Soph.)
σ. ἐκκλησία Dem. — чрезвычайное народное собраниеIIἥ (sc. ἐκκλησία или βουλή)2) ( в Риме) сенатοἱ ἐκ τῆς συγκλήτου Polyb. — сенаторы;
τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα Polyb. (лат. senatus consultum) — сенатское постановление -
16 συμπιστοομαι
-
17 συνεξαγω
1) одновременно выводитьσ. εἰς φῶς τὸ δόγμα τινός Plat. — выявлять (досл. выводить на свет) чьё-л. мнение2) выводить одновременно наружу, выделять(τὸ κολλῶδες Arst.)
3) вытаскивать (из капкана), освобождать(τὰς οὐράς Plut.)
-
18 δίδαγμα
τό1) урок; наставление; απεκόμισα πολλά διδάγματα από... я извлёк хороший урок из...; 2) правило; принцип; закон; 3) см. δόγμα 3 -
19 αιρετικός
αιρετικός, -ή, -ό1) еретический:αιρετικό δόγμα — еретический догмат;
2) ο еретик; сектант:οι αιρετικοί — еретики, сектанты
-
20 δόκιμος
δόκιμος, -η, -ο1) подвергаемый испытанию, проходящий испытательный срок;2) послушник — δόκιμος μοναχόςЭтим.дргр. первоначальное значение «принятый после испытания, проверки», см. этимологию слова δόγμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δόγμα — that which seems to one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… … Dictionary of Greek
δόγμα — το 1. θεμελιώδης αρχή, δοξασία: Θρησκευτικά δόγματα. 2. απόφαση της Εκκλησίας που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Το δόγμα της τριπλής υπόστασης του Θεού. 3. το σύνολο των θρησκευτικών δοξασιών που γίνεται αποδεκτό από μια ομάδα ανθρώπων καθώς και οι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αδριάνειο δόγμα — (Missio Hadriana).Διάταξη στο ρωμαϊκό δίκαιο. Σύμφωνα με αυτή ο κληρονόμος μπορούσε να ζητήσει την προσωρινή νομή της κληρονομιάς, παρουσιάζοντας μια εξωτερικά ανεπίληπτη διαθήκη που τον καθιστούσε κληρονόμο. Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (άρ.… … Dictionary of Greek
Τερτυλλιάνειο δόγμα — Το πρώτο έργο νομοθετικής εξουσίας στα χρόνια του Αδριανού. Με το Τ.δ. δόθηκε στη μητέρα το δικαίωμα να έχει μερίδιο στην κληρονομιά της περιουσίας των παιδιών της. Το Τ.δ. (Actum Tertullianum) αποτελεί σταθμό στην ευρωπαϊκή νομοθεσία … Dictionary of Greek
δόγμ' — δόγμα , δόγμα that which seems to one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάγμα — δόγμα, το (Α) δήγμα, δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω)] … Dictionary of Greek
δογμάτοιν — δόγμα that which seems to one neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δογμάτων — δόγμα that which seems to one neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόγμασι — δόγμα that which seems to one neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόγμασιν — δόγμα that which seems to one neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)