-
1 συνεξαγω
1) одновременно выводитьσ. εἰς φῶς τὸ δόγμα τινός Plat. — выявлять (досл. выводить на свет) чьё-л. мнение2) выводить одновременно наружу, выделять(τὸ κολλῶδες Arst.)
3) вытаскивать (из капкана), освобождать(τὰς οὐράς Plut.)
См. также в других словарях:
συνδιεξαγομένη — σύν , διά ἐξάγω lead out pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιεξάγοιτο — σύν , διά ἐξάγω lead out pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκβιβάζω — Α βγάζω κάτι έξω, εξάγω κάτι μαζί με άλλον («συνεκβιβάζειν τὰς ἁμάξας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβιβάζω «εξάγω, διεξάγω, παρασύρω»] … Dictionary of Greek
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… … Dictionary of Greek
συνεκπιέζω — Α 1. συμπιέζω 2. εξάγω με πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»] … Dictionary of Greek
συνεκτέμνω — Α αποκόπτω και συνεξάγω («συνεκτεμεῑν κοιλίαν καὶ στόμαχον καὶ ἧπαρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτέμνω «κόβω, αφαιρώ, εξάγω»] … Dictionary of Greek
συνυπεξάγω — Α αφαιρώ κάτι κρυφά μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπεξάγω «εξάγω λαθραία, αποσύρομαι, ξεφεύγω»] … Dictionary of Greek