Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-εξάγω

См. также в других словарях:

  • συνδιεξαγομένη — σύν , διά ἐξάγω lead out pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιεξάγοιτο — σύν , διά ἐξάγω lead out pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκβιβάζω — Α βγάζω κάτι έξω, εξάγω κάτι μαζί με άλλον («συνεκβιβάζειν τὰς ἁμάξας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβιβάζω «εξάγω, διεξάγω, παρασύρω»] …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • συνεκπιέζω — Α 1. συμπιέζω 2. εξάγω με πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκτέμνω — Α αποκόπτω και συνεξάγω («συνεκτεμεῑν κοιλίαν καὶ στόμαχον καὶ ἧπαρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτέμνω «κόβω, αφαιρώ, εξάγω»] …   Dictionary of Greek

  • συνυπεξάγω — Α αφαιρώ κάτι κρυφά μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπεξάγω «εξάγω λαθραία, αποσύρομαι, ξεφεύγω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»