-
1 Δωρ'
-
2 Δῶρ'
-
3 δωρ'
-
4 δῶρ'
-
5 δωρεά
δωρ-εά, [dialect] Ion. [suff] δωρ-εή, ἡ: δωρειά in earlier Attic Inscrr., IG12.77, al., δωρεά first in ib.22.1.68:—A gift, present, esp. bounty ( = δόσις ἀναπόδοτος Arist.Top. 125a18), Hdt.2.140;δωρεὰν διδόναι Id.6.130
, A.Pr. 340; πορεῖν ib. 616; ; δ. δέχεσθαι, λαμβάνειν, Isoc.6.31, 15.40; ironically, ;δ. ἔχειν S.Aj. 1032
, D.18.312;ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρειᾶς D.21.165
; δωρειὰν καὶ χάριν ib.172, cf. Pl.Lg. 844d; of a legacy, D.27.41, 65; δωρεαί privileges and immunities, opp. δῶρα, gifts in cash or kind, Philostr.VS2.10.4.II acc. δωρεάν as Adv., as a free gift, freely, Hdt.5.23, prob. in And.1.4;μηδὲν δ. πράττειν Plb. 18.34.7
, cf. LXX Jb.1.9;δ. λειτουργεῖν Test.Epict.4.27
, cf. Inscr.Prien. 4.17 (iv B.C.); soκατὰ δωρεάν IG7.2711.13
, al. (Acraeph., i A. D.);ἐν δωρεᾷ προσνεῖμαι Plb.22.5.4
; but γῆν ( ἀμπελῶνα, etc.) ἐν δωρεᾷ ἔχειν to hold land by a royal grant, PRev. Laws 36.15 (iii B.C.), cf. 43.11, 44.3.2 to no purpose, for naught, Ep.Gal.2.21. -
6 Δωρίζω
A imitate the Dorians in life, dialect, etc., speak Doric Greek, Theoc.15.93, Str.8.1.2, Plu.2.421b:—[voice] Pass., to be written in the Doric dialect,δ. τὰ Ἀλκμᾶνος A.D.Synt.279.25
. -
7 δωρεαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρεαστικός
-
8 δωρεαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρεαῖος
-
9 δωρετικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρετικός
-
10 δωρέω
Aἐδώρησα Hes.Op. 82
, Pi.O.6.78:—give, present,δῶρον Hes.
l. c.; present one with, θυσίαις Ἑρμᾶν Pi.l.c.:—[voice] Pass., [tense] aor. δωρηθῆναι to be given or presented, Hdt.1.87, Isoc.4.26: in [tense] pf. [voice] Pass.,παρὰ θεῶν δῶρα ὑμῖν δεδώρηται Pl. Plt. 274c
; and of persons, to be presented with a thing,χώρῃ Hdt.8.85
, cf. S.Aj. 1029.II more freq. [voice] Med. [full] δωρέομαι, ῥεῖα θεὸς.. ἵππους δωρήσαιτ' Il.10.557; δωρέεσθαί τί τινι present a thing to one, Hdt.2.126, 5.37, A.Pr. 253, X.An.7.3.20, etc.;σπέρμα εἰς Πελοπόννησον δωρήσασθε Id.HG6.3.6
; also δ. τινά τινι present one with a thing, Hdt.1.54, 3.130, A.Pr. 778; δ. τινά to make him presents, Hdt. 1.55: [tense] pf., , Lg. 672b, X.Cyr.[5.2.8]. -
11 δώρημα
-
12 δωρηματικός
A = δωρητικός, D.H.8.60, Vett. Val.41.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρηματικός
-
13 δωρητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρητήρ
-
14 δωρητής
A benefactor, IG12(2).645b64 (Nesus, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρητής
-
15 δωρητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρητικός
-
16 δωρητός
δωρ-ητός, όν, of persons,II of things, freely given,δ., οὐκ αἰτητόν S. OT 384
, cf. Plu.Cor.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρητός
-
17 Δωρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δωρικός
-
18 Δώριος
-
19 Δωρίσδω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δωρίσδω
-
20 Δωρισμός
Δωρ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δωρισμός
См. также в других словарях:
Δῶρ' — Δῶρε , Δῶρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῶρ' — δῶρα , δῶρον gift neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προήγορος — δωρ. τ. προάγορος, ό, Α 1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής 2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν… … Dictionary of Greek
προαλιώτης — δωρ. τ. προαλιώτας, ό, Α ο πρόεδρος τής αλίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλία «συνέλευση λαού σε δωρ. πολιτείες» + κατάλ. ώτης] … Dictionary of Greek
γε — (δωρ. και βοιωτ. γα) (μόριο) (Α) μόριο με επιτακτική βεβαιωτική ή διασαφητική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το πιο συχνό από τα επιτατικά μόρια τής αρχαίας, η χρήση τού οποίου αποσκοπεί στην προβολή και έξαρση μιας λέξεως μέσα στην πρόταση. Χαρακτηρίζεται… … Dictionary of Greek
παντάρχης — δωρ. τ. παντάρχας, ὁ, Α άρχων τών πάντων, κύριος όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + άρχης*] … Dictionary of Greek
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek
πατρωϊστής — δωρ. τ. πατρωϊστάς, ὁ, Α λάτρης κάποιου πατρογονικού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρῷος + κατάλ. ιστής μέσω ενός ρ. *πατρωΐζω] … Dictionary of Greek
ποθέρπω — (δωρ. τ.) προσέρπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς», με αποκοπή) + ἕρπω, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] … Dictionary of Greek
πολεμηδόκος — δωρ. τ. πολεμαδόκος, ον, Α 1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος 2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν η για μετρικούς λόγους + δόκος (< δέκομαι /… … Dictionary of Greek
ποππύζω — δωρ. τ. ποππύσδω, Α 1. (ε νεργ και μέσ.) συρίζω με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», Διόδ.) 2. κράζω, φωνάζω κάποιον 3. μιλώ τρυφερά, θωπεύω («καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος … Dictionary of Greek