-
1 ἐξαγώγιμος
ἐξ-αγώγιμος, (1) ausführend, ableitend. (2) auszuführen; bes. von Waren, die ausgeführt werden -
2 εἰς-αγώγιμος
εἰς-αγώγιμος, was eingeführt werden darf, von Waaren, im Ggstz von ἐξαγώγιμος, Arist. rhet. 1, 17; dah. übh. fremd, Eur. fr. 136; τέχνην δεομένην ξενικῶν τινων εἰςαγωγίμων Plat. Legg. VIII, 847 e; bes. vom Proceß, der eingeleitet werden darf, Dem. 32, 1. 22; vgl. Lys. 23, 5. Dah. πότερον εἰςαγωγίμους καὶ τὰς τῶν ἄλλων δωροδοκίας ποιήσετε, werdet ihr Klagen über Bestechungen zulassen, Din. 1, 46.
-
3 εἰςαγώγιμος
εἰς-αγώγιμος, was eingeführt werden darf (von Waren), im Ggstz von ἐξαγώγιμος; dah. übh. fremd; bes. vom Prozess, der eingeleitet werden darf. Dah. πότερον εἰςαγωγίμους καὶ τὰς τῶν ἄλλων δωροδοκίας ποιήσετε, werdet ihr Klagen über Bestechungen zulassen
См. также в других словарях:
εξαγώγιμος — η, ο (Α ἐξαγώγιμος, ον) [εξαγωγή] (για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή αρχ. 1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά 2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.) 3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα τα… … Dictionary of Greek
εξαγώγιμος, -η — ο ο κατάλληλος ή άξιος για εξαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγώγιμον — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem acc sg ἐξαγώγιμος exportable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγίμους — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγίμων — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγώγιμα — ἐξαγώγιμος exportable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… … Dictionary of Greek