Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δυσ-πῐνής

См. также в других словарях:

  • ευπινής — εὐπινής, ές (Α) 1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι 2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός 3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής 4. (για ύφος) απλό, αφελές 5. (κατά τον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»