-
1 δυσνοητος
См. также в других словарях:
ευπερινόητος — εὐπερινόητος, ον (Α) 1. (για στίχο) αυτός που έχει επινοηθεί και συντεθεί καλά 2. ευνόητος, εύκολα κατανοητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι νοώ (πρβλ. δυσ περι νόητος)] … Dictionary of Greek
1 δυσνοητος
ευπερινόητος — εὐπερινόητος, ον (Α) 1. (για στίχο) αυτός που έχει επινοηθεί και συντεθεί καλά 2. ευνόητος, εύκολα κατανοητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι νοώ (πρβλ. δυσ περι νόητος)] … Dictionary of Greek