-
1 δυσνόητος
δυσ-νόητος, ον,II [voice] Act., slow of understanding, Vett.Val.345.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσνόητος
См. также в других словарях:
ευπερινόητος — εὐπερινόητος, ον (Α) 1. (για στίχο) αυτός που έχει επινοηθεί και συντεθεί καλά 2. ευνόητος, εύκολα κατανοητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι νοώ (πρβλ. δυσ περι νόητος)] … Dictionary of Greek