-
1 δυσαλθης
21) трудноизлечимый или неизлечимый(ἐπίκηρος καὴ δ. Plat.; νόσοι τραυμάτων Luc.)
2) отравленный, зараженный(γάλα Anth.)
См. также в других словарях:
ευαλθής — εὐαλθής, ές (Α) 1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος 2. αυτός που θεραπεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσ αλθής, ωμ αλθής] … Dictionary of Greek