-
1 δυσφημίζω
[дисфимо] р. поносить, хулить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυσφημίζω
-
2 дискредитировать
δυσφημίζω, περιάγω σε ανυποληψία, αμφισβητώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дискредитировать
-
3 дискредитировать
-
4 оклеветать
оклеветатьсов συκοφαντώ, διαβάλλω, δυσφημίζω, δυσφημῶ. -
5 порочить
пороч||итьнесов δυσφημίζω, δυσφημώ, συκοφαντώ, κακολογώ. -
6 грязь
-и, προθτ. о -и, в -и θ.1. λάσπη!•валяться в -и κυλιέμαι στη λάσπη•
непролазная грязь αδιάβατη λάσπη.
2. λάσπη θεραπευτική.3. ακαθαρσία, σκουπίδια.4. ηθικός ξεπεσμός, βούρκος.5. λέρα, λεκές.εκφρ.месить грязь – ανακατεύω τη λάσπη, βαδίζω στη λάσπη, τσαλαβουτώ•смешать с -ыо; втоптать ή затоптать в -и – συκοφαντώ, δυσφημίζω, αμαυρώνω, κολλώ ρετσινιά•вытащить из -и – μτφ. ξελασπώνω (απαλλάσσω, βγάζω από δυσχερή κατάσταση). -
7 класть
кладу, кладёшь, παρλθ. χρ. клал, -ла, -лоρ.δ. μ.1. θέτω, τοποθετώ, βάζω•раненого на носилки βάζω τον τραυματία στο φορείο•
класть деньги в карман βάζω τα χρήματα στη τσέπη•
класть на место βάζω στη θέση.
|| καταθέτω•класть в сберкассу βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο.
|| αποτυπώνω•класть печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα (κυρλξ. κ. μτφ.)• и περνώ στρώμα•
класть краску μπογιατίζω, περνώ ένα χέρι. μπογιά.
2. παραθέτω• σερβίρω. || ρίχνω•класть сахар в чай ρίχνω ζάχαρη στο τσάι..
3. χτίζω, βάζω τούβλα, πέτρες κλπ. класть стену χτίζω τοίχο. || επιδίδομαι•класть все усилия βάζω όλα τα δυνατά.
4. προύπολογίζω. || καθορίζω (τιμή).5. ευνουχίζω•класть жеребца ευνουχίζω το πουλάρι.
6. (με μερικά αφηρ. ουσ. αποκτά τη σημασία; κάνω, εκτελώ, παράγω κλπ.) класть начало κάνω την αρχή•класть конец βάζω τέρμα•
основание βάζω τη βάση•
класть преграду βάζω εμπόδιο (καθυστερώ).
εκφρ.класть оружие – καταθέτω τα όπλα (παραδίνομαι)•класть земные поклоны – κάνω εδαφιαίες υποκλίσεις•класть пятно – κηλιδώνω, δυσφημίζω, βάζω λαδιά•класть яйца (яички) – αποθέτω τα αυγά (για πουλιά, έντομα)•- в рот кому – του δίνω να καταλάβει καλά•себе в кармин – τσεπώνω, ιδιοποιούμαι•класть на музыку – μελοποιώ στίχους•класть на бок; класть на столько-то градусов – (ναυτ.) γέρνω το σκάφος•класть зубы на полку – ψωμοζώ, κακοζώ, σφίγγω το ζωνάρι ή τη λωρίδα.(για κότες) γεννώ. -
8 обесславить
-
9 ошельмовать
-мую, -муешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ошельмованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. δυσφημίζω, κακολογώ λερώνω, κηλιδώνω, ρυπαίνω ντροπιάζω. -
10 шельмовать
-мую, -муешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шельмованный, βρ: -вал, -а, -оρ.δ.μ.κατηγορώ, δυσφημίζω, διασύρω κακολογώ.δυσφημίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
δυσφημίζω — δυσφημίζω, δυσφήμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: δυσφημίζω : μερικές φορές χρησιμοποιείται και ο παλιότερος τύπος δυσφημώ (κατά το θεωρώ, 73, αλλά με αόριστο σε ισα, με βάση το δυσφημίζω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δυσφημίζω — δυσφημώ … Dictionary of Greek
αδικοβγάζω — και βγάλλω και βγάνω και βγάλνω αποδίδω άδικα, ψευδώς, κατηγορία σε κάποιον, διαβάλλω, συκοφαντώ, δυσφημίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + βγάζω ή βγάλλω ή βγάνω ή βγάλνω. ΠΑΡ. αδικόβγαλμα, αδικοβγάλτης] … Dictionary of Greek
αδυσφήμιστος — η, ο [δυσφημίζω] ο αδυσφήμητος … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
δυσφημώ — δυσφήμησα, δυσφημήθηκα, δυσφημημένος, και δυσφημίζω δυσφήμισα, δυσφημίστηκα, δυσφημισμένος, κακολογώ, συκοφαντώ: Τον δυσφημούσαν γιατί πήγε κόντρα στα συμφέροντά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)