Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δυσφημίζω

См. также в других словарях:

  • δυσφημίζω — δυσφημίζω, δυσφήμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: δυσφημίζω : μερικές φορές χρησιμοποιείται και ο παλιότερος τύπος δυσφημώ (κατά το θεωρώ, 73, αλλά με αόριστο σε ισα, με βάση το δυσφημίζω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δυσφημίζω — δυσφημώ …   Dictionary of Greek

  • αδικοβγάζω — και βγάλλω και βγάνω και βγάλνω αποδίδω άδικα, ψευδώς, κατηγορία σε κάποιον, διαβάλλω, συκοφαντώ, δυσφημίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + βγάζω ή βγάλλω ή βγάνω ή βγάλνω. ΠΑΡ. αδικόβγαλμα, αδικοβγάλτης] …   Dictionary of Greek

  • αδυσφήμιστος — η, ο [δυσφημίζω] ο αδυσφήμητος …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • δυσφημώ — δυσφήμησα, δυσφημήθηκα, δυσφημημένος, και δυσφημίζω δυσφήμισα, δυσφημίστηκα, δυσφημισμένος, κακολογώ, συκοφαντώ: Τον δυσφημούσαν γιατί πήγε κόντρα στα συμφέροντά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»