-
1 Δυνάστησι
-
2 Δυνάστῃσι
-
3 δυνάστησι
-
4 δυνάστῃσι
-
5 Δυνάστηισι
Δυνάστῃσι, Δυνάστηςlord: masc dat pl (epic ionic) -
6 δυνάστηισι
δυνάστῃσι, δυνάστηςlord: masc dat pl (epic ionic)
См. также в других словарях:
Δυνάστῃσι — Δυνάστης lord masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστῃσι — δυνάστης lord masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυνάστηισι — Δυνάστῃσι , Δυνάστης lord masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστηισι — δυνάστῃσι , δυνάστης lord masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)