-
1 δράμε
τρέχωrun: aor imperat act 2nd sgτρέχωrun: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 δράμ'
δράμε, τρέχωrun: aor imperat act 2nd sgδράμε, τρέχωrun: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 οὔνει
οὔνει· δεῦρο, δράμε (Arc.), Hsch. -
4 τρέχω
τρέχω, Od.9.386, etc.: [tense] fut. θρέξομαι ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), ([etym.] μετα-) Id. Pax 261, ([etym.] περῖ) Id.Ra. 193; θρέξω only in Lyc.108; butAἀπο-θρέξεις Pl.Com.232
: [tense] aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual [tense] fut. and [tense] aor. come from the root δραμ-, viz. , X.An. 7.3.45, etc.; [dialect] Ion.δραμέομαι Hdt.8.102
; late ; butὑπερ-δραμῶ Philetaer.3
(dub. l.); δράμομαι in compd.ἀναδράμεται AP 9.575
(Phil.): [tense] aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf. δεδράμηκα [pron. full] [ᾰ] Philem. 38, Men.741, ([etym.] ἀνα-) Hdt.8.55, ([etym.] κατα-) X.HG4.7.6, ([etym.] περι-) Pl.Clit. 410a, ([etym.] συν-) D.17.9: [tense] plpf. ἐδεδραμήκεσαν ([etym.] κατ-) Th.8.92: poet. [tense] pf. δέδρομα ([etym.] ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—[voice] Pass., [tense] pf. δεδράμημαι ([etym.] ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has [tense] pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599, 602, [dialect] Ion. Iterat. θρέξασκον ( ἔθρεξα was also old [dialect] Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA 1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), ([etym.] περι-) Ar.Th. 657); but the common [tense] aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—[dialect] Dor. [full] τράχω [pron. full] [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: [tense] fut.θραξοῦμαι Hsch.
:—run, of men,ἰθὺς δράμε Od.23.207
, etc.;θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
;τρέχει Ὅρκος ἅμα.. δίκῃσιν Hes. Op. 219
;ᾤχεο τρέχων Epich.37
, 110 ( τράχων cf. Ahrens);βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg. 468a
; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30;τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37
: of horses, Il.23.393, 520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out.. ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R. 327b; v. infr. 2.2 of things, move quickly,τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386
, cf. Il.14.413;ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856
;πόλιν.. ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32;ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε.. σταγών A.Ag. 1121
(lyr.); having run its course,S.
Aj. 731; πυρετὸς.. ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.II c. acc. loci, run over,ῥόθια πεδία E.Hel. 1117
(lyr.);ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1
:—in [dialect] Att. Prose θέω seems to be more freq. in the [tense] pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El. 883, 954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc. 489, cf. IA 1455;ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or. 878
; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102;κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47
; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4;ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3
: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆςψυχῆς Id.9.37
;φόνου πέρι E.El. 1264
; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 ( ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2,δρόμος 1.2
, κρέας fin.3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5,τριάζω 1
. -
5 τρέχω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρέχω
-
6 ἐριούνης
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The old scholars saw wrongly two simplicia: οὔνης κλέπτης, οὔνιος [ εὖνις,] δρομεύς, κλέπτης H.; cf. Leumann Hom. Wörter 123. Better seem the glosses οὖνον [ ὑγιές.] Κύπριοι δρόμον and οὔνει (for οὔνη?) δεῦρο, δράμε. Άρκάδες. Here further the Cypr. PN Φιλουνίου (gen.), cf. Φιλόδρομος. Έρι-ούνης, - ούνιος then the quick messenger of the gods? Thus (after Bergk Philol. 11, 384) with new argumentation Latte Glotta 34, 192ff; doubted by Masson, ICS 256 n. 1.- Several wrong proposals in Bq s. v. (s. also Add. et corr.); wrong also Pisani KZ 72, 216. Also Ruijgh, Élém. ach. 136, 142.Page in Frisk: 1,559Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐριούνης
См. также в других словарях:
δράμε — τρέχω run aor imperat act 2nd sg τρέχω run aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράμ' — δράμε , τρέχω run aor imperat act 2nd sg δράμε , τρέχω run aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
εκδίκηση — και (ε)γδίκηση, η (AM ἐκδίκησις) 1. η ανταπόδοση τού κακού από αυτόν που αδικήθηκε ή από συγγενή του 2. βοήθεια, υπεράσπιση («δράμε εις εκδίκησιν τής Κωνσταντίνου πόλης», «ὁ Θεός... ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῡ») νεοελλ. φρ. «παίρνω… … Dictionary of Greek
κροκοβαφής — ές (Α κροκοβαφής, ές) κροκόβαπτος* αρχ. κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο βαφής, κοκκο βαφής] … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek