-
1 δρυ-τόμος
-
2 δρυτόμος
См. также в других словарях:
deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- — deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū English meaning: tree Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche” Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… … Proto-Indo-European etymological dictionary
φυλλοτόμος — ο / φυλλοτόμος, ον, ΝΑ νεοελλ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τών οποίων οι προνύμφες σχηματίζουν στοές στα φύλλα διαφόρων δένδρων αρχ. αυτός που κόβει, που τρυπάει τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. δρυ τόμος,… … Dictionary of Greek
λιθοτόμος — ο (Α λιθοτόμος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμος αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμος αρχ. 1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων 2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστης β) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους τής κύστης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμον… … Dictionary of Greek