-
1 δρυοτόμος
δρυο-τόμος, Holz schneidend, fällend; ὁ, der Holzhauer -
2 δρυ-τόμος
-
3 δρυτόμος
См. также в других словарях:
δρυοτόμος — δρυοτόμος, ο (AM) ο ξυλοκόπος … Dictionary of Greek
δρυοτόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοτόμοι — δρυοτόμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοτόμον — δρυοτόμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοτόμου — δρυοτόμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοτόμους — δρυοτόμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοτόμων — δρυοτόμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοτόμῳ — δρυοτόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek