-
1 δρυοπτερίς
A black oak-fern, Asplenium onopteris, Dsc. 4.187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυοπτερίς
-
2 δρυοπτερίς
δρυο-πτερίς, ίδος, ἡ, eine moosartige, an Eichen wachsende Pflanze -
3 dryopteris
dryopteris, idis, f. (δρυοπτερίς), eine an Bäumen wachsende, dem Farnkraute ähnliche Pflanze, Eichfarn, Plin. 27, 72.
-
4 dryopteris
dryopteris, idis, f. (δρυοπτερίς), eine an Bäumen wachsende, dem Farnkraute ähnliche Pflanze, Eichfarn, Plin. 27, 72.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > dryopteris
-
5 δρυπτερίς
A = δρυοπτερίς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυπτερίς
-
6 νυμφαῖος
A of or sacred to the Nymphs, (lyr.) ;νᾶμα AP14.71
; δρυες Tryph.324 ; νυμφαία λιβάς pure spring water, prob.l. in Antiph.52.13.II νυμφαῖον, τό, sanctuary of the Nymphs, IG 11(2).144A91 (Delos, iv B. C.), CIG4616 (Syria, ii A. D.), Plu.Alex.7, etc.: [dialect] Boeot. [full] νυνφῆον Schwyzer 485.6 (Thespiae, iii B. C.) ; esp. fountain with architectural background, Philostr.VA8.12.III ν. πτέρις, = θηλυπτερίς, Dsc.4.185 ; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187. [[pron. full] νυμφαῐον is doubtful in E.IT 216 (lyr.): fort. νύμφαν.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφαῖος
-
7 πτερίς
Aπτέριν Dsc.4.185
: nom. pl.πτέρεις Plb.3.71.4
:—male fern, Aspidium Filix-mas, Thphr.HP1.10.5,8.7.7, 9.20.5, Theoc.3.14, etc.II = πολυπόδιον, Ps.-Dsc.4.186.III νυμφαία π.,= θηλυπτερίς, Dsc.4.185; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187.
См. также в других словарях:
δρυόπτερις — η (Α δρυοπτερίς) γένος πτεριδόφυτων τών δασών … Dictionary of Greek
νυμφαίος — α, ο (Α νυμφαῑος, αία, ον) [Νύμφα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.) 2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν) ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… … Dictionary of Greek