Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δρομῆς

См. также в других словарях:

  • Δρομῆς — Δρομεύς runner masc nom pl Δρομεύς runner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομῆς — δρομεύς runner masc nom pl δρομεύς runner masc nom/voc pl δρομή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυσιδρόμης — κωλησιδρόμης, ὁ (Α) αυτός που παρακωλύει την πορεία, που εμποδίζει τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρόμης (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμης, σταδιο δρόμης. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • παλινδρομής — παλινδρομής, ές (Α) παλίνδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρομής (< δρόμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»