-
1 παλιν-δρομής
παλιν-δρομής, ές, zurückfallend, in eine Krankheit, Aret.
-
2 σταδιο-δρόμης
σταδιο-δρόμης, ὁ, = Folgdm, Ar. bei Poll. 3, 146.
-
3 δι-αυλο-δρόμης
δι-αυλο-δρόμης, ὁ, der Wettläufer im δίαυλος, Pind. P. 10, 9.
-
4 ἀελλοδρόμης
-
5 διαυλοδρόμης
δι-αυλο-δρόμης, ὁ, der Wettläufer im δίαυλος -
6 παλινδρομής
παλιν-δρομής, ές, zurückfallend, in eine Krankheit -
7 σταδιοδρόμος,
σταδιο-δρόμος, u. σταδιο-δρόμης, ὁ, im Stadion laufend -
8 σταδιοδρόμης
σταδιο-δρόμος, u. σταδιο-δρόμης, ὁ, im Stadion laufend
См. также в других словарях:
Δρομῆς — Δρομεύς runner masc nom pl Δρομεύς runner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομῆς — δρομεύς runner masc nom pl δρομεύς runner masc nom/voc pl δρομή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυσιδρόμης — κωλησιδρόμης, ὁ (Α) αυτός που παρακωλύει την πορεία, που εμποδίζει τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρόμης (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμης, σταδιο δρόμης. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
παλινδρομής — παλινδρομής, ές (Α) παλίνδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρομής (< δρόμος)] … Dictionary of Greek