-
1 παλιν-δρομής
παλιν-δρομής, ές, zurückfallend, in eine Krankheit, Aret.
-
2 παλινδρομής
παλιν-δρομής, ές, zurückfallend, in eine Krankheit
См. также в других словарях:
παλινδρομής — παλινδρομής, ές (Α) παλίνδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρομής (< δρόμος)] … Dictionary of Greek