-
1 δραχμαῖος
A = δραχμιαῖος, Nic.Th. 519.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμαῖος
-
2 δραχμή
A as much as one can hold in the hand, cf. Plu.Lys.17):I a weight, drachm, [ κρεῶν] prob.in IG12.10.4, Thphr.Od.17, etc. -
3 δραχμήϊος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμήϊος
-
4 δραχμιαῖος
A worth or costing a drachma, Ar.Fr. 425; [ ἐπίδειξις] Pl.Cra. 384b;δ. συναλλάγματα Arist.Pol. 1300b33
; δ. τόκος interest at the rate of 1 dr. per 100 denarii per month, IGRom. 4.788 ([place name] Apamea), cf. BGU1038.20 (ii A. D.).2 weighing one drachm, Archig. ap. Gal.12.876, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμιαῖος
-
5 δραχμίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμίον
-
6 δραχμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμός
См. также в других словарях:
οβολιαίος — ὀβολιαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που έχει το σχήμα ή το μέγεθος οβολού 2. αυτός που έχει αξία ενός οβολού, δηλ. αυτός που έχει ευτελή αξία, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαίος)] … Dictionary of Greek
σημοδιαίος — αία, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει έξι μοδίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < λατ. φρ. six modii «έξι μόδιοι» + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
χαλκιαίος — αία, ον, θηλ. και χαλκιεία, Α 1. κατασκευασμένος από χαλκό 2. αυτός που κοστίζει όσο ένας χαλκοῡς* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκιαία και χαλκιεία (στην Αίγυπτο) είδος φόρου, πρόσθετος δασμός στις πωλήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ οῦς «νόμισμα από χαλκό» + … Dictionary of Greek