Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δραχμ-ή

См. также в других словарях:

  • οβολιαίος — ὀβολιαῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που έχει το σχήμα ή το μέγεθος οβολού 2. αυτός που έχει αξία ενός οβολού, δηλ. αυτός που έχει ευτελή αξία, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • σημοδιαίος — αία, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει έξι μοδίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < λατ. φρ. six modii «έξι μόδιοι» + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκιαίος — αία, ον, θηλ. και χαλκιεία, Α 1. κατασκευασμένος από χαλκό 2. αυτός που κοστίζει όσο ένας χαλκοῡς* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκιαία και χαλκιεία (στην Αίγυπτο) είδος φόρου, πρόσθετος δασμός στις πωλήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ οῦς «νόμισμα από χαλκό» + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»