-
1 δραχμιαῖος
δραχμιαῖος, dasselbe, eine Drachme werth, Plat. Crat. 384 b; Arist. pol. 4, 17 u. A.
-
2 δραχμιαιος
-
3 δραχμιαῖος
-
4 δραχμιαῖος
A worth or costing a drachma, Ar.Fr. 425; [ ἐπίδειξις] Pl.Cra. 384b;δ. συναλλάγματα Arist.Pol. 1300b33
; δ. τόκος interest at the rate of 1 dr. per 100 denarii per month, IGRom. 4.788 ([place name] Apamea), cf. BGU1038.20 (ii A. D.).2 weighing one drachm, Archig. ap. Gal.12.876, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμιαῖος
-
5 τετρα-δραχμιαῖος
τετρα-δραχμιαῖος, = Folgdm.
-
6 δι-δραχμιαῖος
δι-δραχμιαῖος, α, ον, = folgdm, Critias bei Poll. 4, 165. – Galen. führt auch die Form διδραχμαῖος an.
-
7 ἡμι-δραχμιαῖος
ἡμι-δραχμιαῖος, eine halbe Drachme wiegend, Alex. Trall.
-
8 δραχμιαίον
-
9 δραχμιαῖον
-
10 δραχμιαίας
δραχμιαί̱ᾱς, δραχμιαῖοςworth: fem acc plδραχμιαί̱ᾱς, δραχμιαῖοςworth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 δραχμιαία
-
12 δραχμιαῖα
-
13 δραχμιαίοι
-
14 δραχμιαῖοι
-
15 δραχμιαίαν
δραχμιαί̱ᾱν, δραχμιαῖοςworth: fem acc sg (attic doric aeolic) -
16 δραχμιαίους
δραχμιαί̱ους, δραχμιαῖοςworth: masc acc pl -
17 δραχμαῖος
A = δραχμιαῖος, Nic.Th. 519.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμαῖος
-
18 ἡμιδραχμιαῖος
-
19 τετράδραχμος,
τετρά-δραχμος, u. τετρα-δραχμιαῖος, vier Drachmen schwer, geltend, wert; τὸ τετράδραχμον, eine Münze von vier Drachmen -
20 τετραδραχμιαῖος
τετρά-δραχμος, u. τετρα-δραχμιαῖος, vier Drachmen schwer, geltend, wert; τὸ τετράδραχμον, eine Münze von vier Drachmen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δραχμιαίος — α, ο και ιος, ια, ιο (AM δραχμιαῑος, α, ον και δραχμαῑος, α, ον και δραχμήιος, ια, ον) 1. αυτός που έχει αξία μιας δραχμής 2. αυτός που ζυγίζει μια δραχμή … Dictionary of Greek
δραχμιαῖον — δραχμιαῖος worth masc acc sg δραχμιαῖος worth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραχμιαῖα — δραχμιαῖος worth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραχμιαῖοι — δραχμιαῖος worth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραχμιαίας — δραχμιαί̱ᾱς , δραχμιαῖος worth fem acc pl δραχμιαί̱ᾱς , δραχμιαῖος worth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδραχμιαίος — διδραχμιαῑος, α, ον και ίαιος, α, ον και διδραχμαῑος, α, ον (Α) [δραχμιαίος] αυτός που αξίζει δύο δραχμές … Dictionary of Greek
δραχμαίος — βλ. δραχμιαίος … Dictionary of Greek
ημιδραχμιαίος — ἡμιδραχμιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει βάρος μισής δραχμής (ως μέτρου βάρους). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δραχμιαίος (< δραχμή)] … Dictionary of Greek
ԴՐԱՄԱԿՇԻՌ — (կշռոյ.) NBH 1 0642 Chronological Sequence: Unknown date, 7c գ.ա. δραχμαῖος, δραχμιαῖος drachmae pretium seu pondus aequans Փող՝ կամ ինչ մի, որ կշռէ տրամ մի, եւ արժէ մի դրամ. որ, եւ երկու ունկի, մի դրաքմայ ըստ ատտիկեցւոց, եւ ըստ աղեքսանդրացւոց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
δραχμιαίαν — δραχμιαί̱ᾱν , δραχμιαῖος worth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραχμιαίους — δραχμιαί̱ους , δραχμιαῖος worth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)