-
1 δραχμιαία
-
2 δραχμιαῖα
-
3 τεσσαρακονταδραχμιαία
A drachma tax, Stud.Pal.4.62.9 (i A.D., abbrev.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακονταδραχμιαία
См. также в других словарях:
δραχμιαῖα — δραχμιαῖος worth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)