-
1 δι-δραχμιαῖος
δι-δραχμιαῖος, α, ον, = folgdm, Critias bei Poll. 4, 165. – Galen. führt auch die Form διδραχμαῖος an.
См. также в других словарях:
διδραχμιαίος — διδραχμιαῑος, α, ον και ίαιος, α, ον και διδραχμαῑος, α, ον (Α) [δραχμιαίος] αυτός που αξίζει δύο δραχμές … Dictionary of Greek