Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δρασκάζω

См. также в других словарях:

  • δρασκάζω — (Α) προσπαθώ να αποδράσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διδράσκω] …   Dictionary of Greek

  • διδράσκω — (Α) δραπετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα *der «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή τής ρίζας (παρεκτεταμένη με e∂2 : *dr e∂2 >)… …   Dictionary of Greek

  • διαδρασκάσειεν — διά δρασκάζειν aor opt act 3rd sg διά δρασκάζω attemptanescape aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρασκάζειν — pres inf act (attic epic) δρασκάζω attemptanescape pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρασκάζεις — δρασκάζειν pres ind act 2nd sg δρασκάζω attemptanescape pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεδρασκάσαμεν — ἀπό δρασκάζειν aor ind act 1st pl ἀπό δρασκάζω attemptanescape aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»