Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δρακόντεια

  • 1 μέτρον

    τό
    1) мера;

    μέτρα μήκους — меры длины;

    μέτρα και σταθμά — меры веса;

    2) метр (единица измерения);

    τετραγωνικό μέτρον — квадратный метр;

    κυβικό μέτρον — кубический метр;

    3) мерка; размер;

    παίρνω μέτρον ( — или τα μέτρα) — измерять; — снимать мерку;

    πήρα τα μέτρα τού οικοπέδου — я измерил строительный участок;

    έκαμα λάθος στο μέτρο — я ошибся размером;

    σύμφωνα με τα μέτρα — по размеру;

    4) мера, мерка (сыпучих тел и жидкости);

    μέτρ σιτηρών — мера пшеницы;

    5) перен. мера (величина, степень);

    στο μέτρον τού δυνατού — по мере возможности;

    στο μέτρον των δυνάμεων μου — по мере моих сил;

    αυτό υπερβαίνει το μέτρον των δυνάμεων μου — это выше моих сил;

    6) мера, предел;

    παν μέτρον άριστον — всё хорошо в меру;

    δεν γνωρίζω τί εστί μέτρον — не знать чувства меры;

    7) мерка, мерило, критерий;

    έχω ( — или εφαρμόζω) δύο μέτρα και δύο σταθμά — подходить с двумя разными мерками (к чему-л.), быть пристрастным;

    8) (чаще πλ.) мера, средство;

    μέτρο ποινής — мера наказания;

    προσωρινά μέτρα — временные меры;

    δρακόντεια μέτρον — драконовские меры;

    προφυλακτικά μέτρα — или μέτρα προφύλαξης — меры предосторожности;

    σύντονα (αποφασιστικά, δραστικά, προληπτικά) μέτρα — энергичные (решительные, действенные, превентивные) меры;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέτρα — принимать меры;

    λάβε τα μέτρα σου — береги себя;

    9) лит. размер (стихотворный);

    ιαμβικό μέτρον — ямб;

    10) муз. ритм, такт;

    § εν μέτρω — или με μέτρο — в меру, умеренно, разумно;

    'εν τινι μέτρω — в какой-то мере; — в какой-то степени;

    άνευ μέτρου — без меры;

    υπέρ το μέτρον — сверх меры

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτρον

См. также в других словарях:

  • δρακόντεια μέτρα — Βλ. λ. Δράκων …   Dictionary of Greek

  • δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • δρακόντειος — α, ο (AM δρακόντειος, ον Μ και δρακόντεος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα νεοελλ. 1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι») 2. αστρον. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Drakon — (altgriechisch Δράκων ὃ Ἀθηναῖος Drákōn hó Athenaios ‚Drakon der Athener‘; * um 650 v. Chr.) war ein athenischer Gesetzesreformer, der um das Jahr 621 v. Chr. sämtliche damals in Athen bekannten Strafbestimmungen aufzeichnete. Er führte in seinem …   Deutsch Wikipedia

  • Drakonisch — Drakon (Δράκων ὁ Ἀθηναῖος Drakon aus Athen; * um 650 v. Chr.) war ein athenischer Gesetzesreformer, der um das Jahr 621 v. Chr. sämtliche damals in Athen bekannten Strafbestimmungen aufzeichnete. Er führte in seinem Werk aber zwei wesentliche… …   Deutsch Wikipedia

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Πάγκαλος, Θεόδωρος — Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός (Σαλαμίνα 1878 – Αθήνα 1952). Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου, πήρε μέρος στην Επανάσταση στο Γουδί (1909), στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13), στο Κίνημα Θεσσαλονίκης …   Dictionary of Greek

  • δρακόντειος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με τον Αθηναίο νομοθέτη Δράκοντα: Δρακόντειοι νόμοι. 2. αυστηρός, σκληρός, αποτελεσματικός: Στο αεροδρόμιο υπήρχαν δρακόντεια μέτρα ασφάλειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»