-
1 δραγάτης
ο, δραγάτισσα η полевой сторож на винограднике -
2 δραγατεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραγατεύω
-
3 δραγατεύω
δραγατεύω (Thess. IIIa)Grammatical information: v.Meaning: prob. `watch a land with cereals or a vinyard' (Thess. IIIa)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From δραγάτης *`cutter, labourer in the fields', NGr. `id.' ( ἀρχιδραγάτης Ankyra IIp); to δράσσομαι (s. d.) after ἐργατεύομαι: ἐργάτης, Zingerle Glotta 15, 70ff.. Z. adduces: δραξών ἐν Σικελίᾳ ἱερόν..., εἰς ὅ οἱ γεωργοὶ εὑχὰς ἔπεμπον, ὅθεν καὶ δραξόνες ( δρασοντες cod.) ἐκλήθησαν H.; see Latte ad loc. Also Georgacas Orbis 4 (1956) 91ff.Page in Frisk: 1,413-414Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δραγατεύω
См. также в других словарях:
δραγάτης — ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης) αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δραγατεύω] … Dictionary of Greek
δραγάτης — ο αγροφύλακας, αμπελοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δραγατεύω — (Μ δραγατεύω) είμαι δραγάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παράγωγο τού δραγάτης που δεν μαρτυρείται στην αρχ. Ελληνική παρά μόνο ως β συνθετικό στον τ. αρχιδραγάτης, ο δε τ. δεργάτης είναι τής τσακωνικής διαλέκτου. Ασαφής παραμένει η σχέση τών τύπων… … Dictionary of Greek
να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… … Dictionary of Greek
αγροφύλακας — ο δημόσιος ή ιδιωτικός φύλακας των αγρών, δραγάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεργάτης — ο ο αγροφύλακας, ο φύλακας αμπελιών, ο δραγάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)