-
1 δράστης
δράστηςmasc nom sg -
2 δράστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δράστης
-
3 δράστης
1) culprit2) perpetratorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δράστης
-
4 δράστην
δράστηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
5 δράστας
δράστᾱς, δράστηςmasc acc plδράστᾱς, δράστηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
6 δρήστης
A worker, Archil.72; θεράπων, οὐ δράστας as an attendant, not a slave, Pi.P.4.287; doer, actor,αὐτουργὸς καὶ δράστης Plb.12.25h
.6.2 as Adj., energetic, Man.5.85.II = δραπέτης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρήστης
-
7 νοηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοηματικός
-
8 δρά̄ω
δρά̄ωGrammatical information: v.Derivatives: δρᾶμα `action, spectacle, drama' (A.) with dimin. δραμάτιον (Plu.) and δραματικός `dramatic' (Arist.); with analog. σ (cf. δρηστήρ below) δρασμάτων πανουργημάτων H. and δρασματικός = δραστήριος (Cat. Cod. Astr.); lengthened form δραμοσύνη `holy service' (Attica IVa), beside δρησμοσύνη `id.' (h. Cer. 476) from *δρήσμων, cf. Chantr. Form. 174. - δρᾶσις `action, strength' (A. D.) with τὸ δράσιμον (A. Th. 554; s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 78). - with analog. σ (Schwyzer 531): δρηστήρ, f. δρήστειρα (Od.), δρήστης, δράστης, δράστας (Archil., Pi.) `servant, -maid' (s. Fraenkel Nom. ag. 1, 167f.) with δραστήριος `active' (A.), δραστηριότης (Eust.) and δραστηριώδης (Gal.), δραστικός `active' (Pl.), δρηστοσύνη `obligingness' (ο 321); denomin. δρηστεύω `serve (with holy actions)' (Lesbos). - Desider. δρᾱσείω `want to do' (S.). - Beside δράω, after βαίνω, φαίνω etc. δραίνω `want to do, can do' (Κ 96, Herod.; Ionismus, Bechtel Lex., Chantraine Gramm. hom. 1, 343) with ὀλιγο-δρᾰνέων `who can do little' (Il.; from ὀλίγα δραίνειν to ὀλιγηπελέων, cf. Schwyzer 724, Chantraine Gramm. hom. 1, 349; also Bechtel Lex. s. ὀλιγοδρανέω, diff.), with ὀλιγοδρᾰνία (A.), ὀλιγοδρᾰνής (Ar.); innovation ἀδρᾰνής (LXX, Arr.) with ἀδράνεια (Hdn.), ἀδρανίη (A.R.), ἀδρανέω `not be active' (Arat.), ἀδρανίζω `id.' (sch.); retrograde δράνος ἔργον, πρᾶξις, ὄργανον, ἄγαλμα, κατασκεύασμα, δύναμις H. (and NGr. δράνα `tendril'?, Bogiatzides Άρχ. Έφ. 27, 115ff.), δρανεῖς δραστικοί H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: If δραίνω is younger, the root was δρᾱ- (cf. κρᾱ-, τλᾱ- etc.). Connection with Baltic, Lith. daraũ, darýti, Latv. darît `do, make, build' is quite uncertain (cf. Schwyzer 675). (On darýti Fraenkel Lit. et. Wb.: caus. of derù, derė́ti `be useful' further connecting Skt. dhár-ma-, dhāráyati `hold fest' etc. (?). - On δράω, δρᾶμα see Snell Philol. Suppl. 20: 1 (1928) 1ff. and Philol. 85, 141ff. - The general idea `do, make' is a late abstraction, which is why expressions for it diverge very much. Cf. πράττω, ποιέω, ἔρδω.Page in Frisk: 1,416-417Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δρά̄ω
См. также в других словарях:
δράστης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράστης — ο (θηλ. δράστις, η) (AM δράστης, θηλ. δράστις, Α και δρήστης, ο, δρῆστις, η) αυτουργός, εκτελεστής πράξης αξιόποινης κυρίως («δράστης φόνου») νεοελλ. (ειρωνικά) αυτός που είπε κάτι άνοστο ή δημιούργησε κάτι άσχημο αρχ. μσν. δραπέτης, φυγάς αρχ. 1 … Dictionary of Greek
δράστης — ο αυτός που έκανε κάποια αξιόποινη πράξη, ο αυτουργός: Ο δράστης του εγκλήματος ήταν ανήλικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δράστην — δράστης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek
ψευδής καταμήνυση — Είναι το έγκλημα που προβλέπεται από το άρ. 229 ΠΚ. Το έγκλημα συνίσταται στο ότι καταγγέλει κάποιος στις αρχές ή υποβάλλει μήνυση σε βάρος ενός άλλου όπου αναφέρει ότι δήθεν διέπραξε μια αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με τον σκοπό να… … Dictionary of Greek
δράστας — δράστᾱς , δράστης masc acc pl δράστᾱς , δράστης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OAED Vocational College shooting — Location Agios Ioannis Rentis, Athens, Greece Date Friday, April 10, 2009 Approximately 08:30 a.m.[1] (UTC+3) … Wikipedia
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek