1 αἰθυκτήρ
αἰθυκτήρ, ῆρος, ὁ, auftürmend, heftig, δούνακες, Pfeile, Leon. T. 12 (VI, 296), wo cod. Pal. ἀντυκτῆρες hat; φύσαλοι Opp. H. 1, 368; σύες Cyn. 2, 332.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > αἰθυκτήρ
2 αιθυκτηρ
(δούνακες Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > αιθυκτηρ
3 ακροδετος
Древнегреческо-русский словарь > ακροδετος