-
1 δουρι-κλειτός
δουρι-κλειτός, speerberühmt; Homer Ἀτρείδης δουρικλειτὸς Μενέλαος Iliad. 5, 55. 578 Odyss. 15, 52; vgl. δουρικλυτός.
-
2 δουρι-κλυτός
δουρι-κλυτός, speerberühmt; bei Homer öfters von Kriegshelden, z. B. Iliad. 11, 401 Odyss. 15, 544; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 1 Δουρικλυτός, ἀπὸ μέρους, κατὰ τὰς μάχας κλυτός; man könnte auch daran denken, getrennt δουρὶ κλυτός zu schreiben, s. Scholl. Herodian. Iliad. 10, 109; vgl. noch δουρι-κλειτός; – Archil. frg. 50; ἄνδρες Aesch. Pers. 85. wo δουρικλύτοις ἀνδράσι accentuirt wird; vgl. Buttm. Lexil. II p. 254.
-
3 δουρικλειτός
δουρι - κλειτός and δουρι - κλυτός: renowned in the use of the spear.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δουρικλειτός
-
4 δουρικλειτός
δουρῐ-κλειτός, ον,A famed for the spear, Homeric epith. of heroes, Il.5.55, Od.15.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουρικλειτός
-
5 δουρικλειτός
-
6 δουρικλειτος
-
7 δόρυ
Grammatical information: n.Other forms: Gen. δόρατος (Att.), δορός (trag.), δουρός and δούρατος (Hom.), du. δοῦρε (Hom.), pl. δόρατα, δοῦρα, δούραταCompounds: As first member in several compounds (many PN) beside δορυ- ( δορατο-, δουρο-) also δο(υ)ρι-, as dativ (instrumental) in δουρι-κλειτός etc., also analog. without casefunction. Note δορυ-σσόος `throwing a spear' (Hes. Sc. 54; to σείω, Wackernagel Glotta 14, 54), δουρηνεκές \< *δορϜ-ηνεκές adv. `a spear throw far' (Κ 357, to ἐνεγκεῖν, cf. διηνεκής and Hermann Gött. Nachr. 1943, 612f., Trümpy 52ff.). - Also δωρι- in PN, e. g. in Δωρί-μαχος (Dor., Boeot.), Δωρι-κλῆς (Arc., Dor.); also ἀσχέ-δωρος, s. v. From - δορϜ-ος is possible for Doric further through loans?Derivatives: Dimin. δοράτιον (Hdt.), δορύδιον (auct. ap. Orib. 47, 17, 5), δορύλλιον (Suid.); adj. δουράτεος `wooden' (Od.; of ἵππος etc.), also δούρειος (E. Tr. 14), δούριος (Ar. Av. 1128), δορήϊος (AP 15, 14), ep. reminiscenses, Schulze Q. 102 n., 516; cf. Schwyzer 468. - Denomin. δορατίζομαι `fight with spear' (H.) with δορατισμός (Plu.). - Uncertain δορά (\< *δορϜ-ά) = δοκός s.v. - PN Δορύλαος, Δορίμαχος; with lengthening on loss of F: Δωρίμαχος, Δωρικλῆς. Short names: Δοῦρις, Δορίης usw.Etymology: With Skt dā́ru, Av. dāuru `wood' identical, and in Hitt. taru `wood', also in Toch. AB or `id.' with unexplained loss of the d- (cf. on δάκρυ). IE * doru, gen. * dreus. Beside this old matter-indicating neuter there is a feminine word for `tree, oak', δρῦς, s. v. Cf. δρυμά and δένδρεον.Page in Frisk: 1,411-412Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δόρυ
См. также в других словарях:
πάγκλειτος — πάγκλειτος, ον (ΑΜ) ξακουστός σε όλα, κατά τα πάντα περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλειτός (< κλέος), πρβλ. δουρί κλειτος] … Dictionary of Greek
περικλειτός — ή, όν, Α περικλεής, ένδοξος, φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρι κλειτός)] … Dictionary of Greek
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek