Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δουρῐ-κλειτός

См. также в других словарях:

  • πάγκλειτος — πάγκλειτος, ον (ΑΜ) ξακουστός σε όλα, κατά τα πάντα περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλειτός (< κλέος), πρβλ. δουρί κλειτος] …   Dictionary of Greek

  • περικλειτός — ή, όν, Α περικλεής, ένδοξος, φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρι κλειτός)] …   Dictionary of Greek

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»