-
1 δορατισμος
ὅ метание копий (с той и другой стороны), перестрелка(ἦν δὲ δ. τὸ πρῶτον, εἶτ΄ ἐν χεροῖν γενόμενοι Plut.)
-
2 δορατισμός
δορατισμός, ὁ, der Speerkampf; Plut. Timol. 28; Liban.
-
3 δορατισμός
δορατισμόςfighting with spears: masc nom sg -
4 δορατισμός
δορατισμός, ὁ, der Speerkampf -
5 δορατισμός
δορᾰτ-ισμός, ὁ,A fighting with spears, Plu.Pyrrh.7, Tim.28, cj. in Lib.Descr.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορατισμός
-
6 δια-δορατισμός
δια-δορατισμός, ὁ, der Wettkampf mit der Lanze, M. Anton. 7, 3.
-
7 δορατισμόν
δορατισμόςfighting with spears: masc acc sg -
8 δορατισμών
-
9 δορατισμῶν
-
10 διαδορατισμός
δια-δορατισμός, ὁ, der Wettkampf mit der Lanze -
11 δόρυ
Grammatical information: n.Other forms: Gen. δόρατος (Att.), δορός (trag.), δουρός and δούρατος (Hom.), du. δοῦρε (Hom.), pl. δόρατα, δοῦρα, δούραταCompounds: As first member in several compounds (many PN) beside δορυ- ( δορατο-, δουρο-) also δο(υ)ρι-, as dativ (instrumental) in δουρι-κλειτός etc., also analog. without casefunction. Note δορυ-σσόος `throwing a spear' (Hes. Sc. 54; to σείω, Wackernagel Glotta 14, 54), δουρηνεκές \< *δορϜ-ηνεκές adv. `a spear throw far' (Κ 357, to ἐνεγκεῖν, cf. διηνεκής and Hermann Gött. Nachr. 1943, 612f., Trümpy 52ff.). - Also δωρι- in PN, e. g. in Δωρί-μαχος (Dor., Boeot.), Δωρι-κλῆς (Arc., Dor.); also ἀσχέ-δωρος, s. v. From - δορϜ-ος is possible for Doric further through loans?Derivatives: Dimin. δοράτιον (Hdt.), δορύδιον (auct. ap. Orib. 47, 17, 5), δορύλλιον (Suid.); adj. δουράτεος `wooden' (Od.; of ἵππος etc.), also δούρειος (E. Tr. 14), δούριος (Ar. Av. 1128), δορήϊος (AP 15, 14), ep. reminiscenses, Schulze Q. 102 n., 516; cf. Schwyzer 468. - Denomin. δορατίζομαι `fight with spear' (H.) with δορατισμός (Plu.). - Uncertain δορά (\< *δορϜ-ά) = δοκός s.v. - PN Δορύλαος, Δορίμαχος; with lengthening on loss of F: Δωρίμαχος, Δωρικλῆς. Short names: Δοῦρις, Δορίης usw.Etymology: With Skt dā́ru, Av. dāuru `wood' identical, and in Hitt. taru `wood', also in Toch. AB or `id.' with unexplained loss of the d- (cf. on δάκρυ). IE * doru, gen. * dreus. Beside this old matter-indicating neuter there is a feminine word for `tree, oak', δρῦς, s. v. Cf. δρυμά and δένδρεον.Page in Frisk: 1,411-412Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δόρυ
См. также в других словарях:
δορατισμός — δορατισμός, ο (Α) μάχη με δόρατα … Dictionary of Greek
δορατισμός — fighting with spears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατισμῶν — δορατισμός fighting with spears masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατισμόν — δορατισμός fighting with spears masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek