-
1 δουρηνεκής
δουρ-ηνεκής, ές, so weit ein Speer im Wurfe getragen wird, eine Speerwurfweite -
2 δι-ηνεκής
δι-ηνεκής, ές, att. διᾱνεκής (ἤνεγκον, διαφέρω, vgl. δουρηνεκής, κεντρηνεκής, ποδηνεκής), stetig, ununterbrochen fortlaufend, sich lang hinerstreckend. Homer: νώτοισιν διηνεκέεσσι Iliad. 7. 321 Odyss. 14. 437, von Thieren; ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ' ἀραρυῖαι, δρύες, Iliad. 12, 134; ῥάβδοισι διηνεκέσιν Iliad. 12, 297, an einem Schilde; ἀτραπιτοὶ διηνεκέες Odyss. 13, 195; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Odyss. 18, 375; Adverbium διηνεκέως, in der Verbindung διηνεκέως ἀγορεύειν, ausführlich, genau, bestimmt erzählen, Odyss. 4, 836. 7, 241. 12, 56. – Διᾱνεκῆ σώματος μέρη Anaxandr. Ath. X, 455 f; λόγος Plat. Hipp mai. 301 e; Sp.; von der Zeit, νόμος Plat. Legg. VIII, 839 a; νύξ Luc. V. H.. 1, 19; διηνεκεῖς αἱ ὀπῶραι Ath. XIV, 653 f; ἐς τὸ διηνεκές, für immer, App. B. C. 1, 4. – Adv. διηνεκέως, att. διηνεκῶς u. διᾱνεκῶς; καταλέγειν Hes. Th. 627; vgl. Aesch. Ag. 319; – sp. D.
-
3 δουρ-ηνεκής
δουρ-ηνεκής, ές, so weit ein Speer im Wurfe getragen wird, eine Speerwurfweite, Apoll. Lex. Homer. p. 59, 34 Δουρηνεκές· ὅσον δόρυ διατεῖναι, von ἤνεγκον, ἠνέχϑ ην, vgl. κεντρηνεκής, ποδηνεκής, διηνεκής; bei Homer δουρηνεκής einmal, Iliad. 10, 357 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον, als sie einen Speerwurf weit entfernt waren.
См. также в других словарях:
δουρηνεκές — δουρηνεκής a spear s throw off masc/fem voc sg δουρηνεκής a spear s throw off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ … Dictionary of Greek